Ποικιλίες με υψηλή περιεκτικότητα σε “μικρά” κανναβινοειδή: Μέρος 1ο

(Αναδημοσίευση με μετάφραση από: Terpenes and Testing Magazine, “Chemovars with High “Minor” Cannabinoids: Part 1”, https://terpenesandtesting.com/chemovars-with-high-minor-cannabinoids-part-1by Lance Griffin, December 16, 2019)

Είσαι έτοιμος για το επόμενο μεγάλο πράγμα στην καλλιέργεια της κάνναβης; Όπως οι αθλητικοί πράκτορες που αναζητούν τα ταλέντα από τις ομάδες της επαρχίας, οι καλλιεργητές μπορεί να έχουν ξεκινήσει να αλλάζουν την έμφαση που δίνουν μακριά από “τα μεγάλα πρωταθλήματα” της δέλτα-9-τετραϋδροκανναβινόλης (THC) και της κανναβιδιόλης (CBD). Τα ερασιτεχνικά πρωταθλήματα, γνωστά και ως “μικρά” κανναβινοειδή, βρίθουν από ανεκμετάλλευτες δυνατότητες.

(σημείωση: οι αριθμοί μέσα σε παρενθέσεις παραπέμπουν σε βιβλιογραφικές αναφορές στο τέλος του άρθρου ενώ οι αριθμοί μέσα σε [] παραπέμπουν σε συνδέσμους στο τέλος κάθε παραγράφου)

Το Εθνικό Κέντρο Συμπληρωματικής και Ολοκληρωμένης Υγείας (National Center for Complementary and Integrative Health, NCCIH) κατέβαλε μέσα στο 2019, 1,5 εκατομμύριο δολάρια για τη χρηματοδότηση[1] της έρευνας για τις ιδιότητες στην ανακούφιση του πόνου από τα μικρά κανναβινοειδή. Δυστυχώς, οι χημικοποικιλίες (ή χημειότυποι, δηλ. το διαφορετικό χημικό προφίλ των ποικιλιών κάνναβης που αποτελείται από κανναβινοειδή, τερπένια και φλαβονοειδή) που μεγιστοποιούν την περιεκτικότητα των “μικρών κανναβινοειδών” (καθιστώντας τα έτσι ως “μεγάλα κανναβινοειδή”) είναι σπάνιες. Αλλά για τους καλλιεργητές και τους κυνηγούς ποικιλιών, όλο αυτό παρουσιάζει μια μεγάλη ευκαιρία.

[1] “Notice of Intent to Publish a Funding Opportunity Announcement for Exploring the Mechanisms Underlying Analgesic Properties of Minor Cannabinoids and Terpenes (R21, Clinical Trial Optional)” (Δήλωση πρόθεσης για δημοσίευση της ανακοίνωσης ευκαιριών χρηματοδότησης για την εξερεύνηση των μηχανισμών των υποκείμενων αναλγητικών ιδιοτήτων των μικρών κανναβινοειδών και τερπενίων (R21, Clinical Trial Optional)) https://grants.nih.gov/grants/guide/notice-files/NOT-AT-19-009.html

Η Κανναβιγερόλη (Cannabigerol, CBG)

Η κανναβιγερόλη είναι ο χημικός πρόδρομος για την δέλτα-9-τετραϋδροκανναβινόλη (THC) και την κανναβιδιόλη (CBD)(1). Η πρώιμη έρευνα δείχνει μια υπόσχεση για την CBG έναντι της φλεγμονώδους νόσου του εντέρου(2), της δυσλειτουργίας της ουροδόχου κύστης(3) και της νευροφλεγμονής(4). Η εξαγωγή μικρών ποσοτήτων CBG από την τυπική βιομάζα κάνναβης δεν είναι οικονομικά αποδοτική[2], η γενετική είναι το κλειδί για την αποτελεσματική παραγωγή υψηλών συγκεντρώσεων.

[2] “Why CBG (Cannabigerol) Is One Of The Most Expensive Cannabinoids To Produce” (Γιατί ηCBG (Κανναβιγερόλη) είναι ένα από τα πιο ακριβά κανναβινοειδή για να παραχθεί) https://www.forbes.com/sites/janellelassalle/2019/09/11/why-cbg-cannabigerol-expensive-produce/#7fb5d36e2f77

Η OregonCBDseeds[3] είναι μία εταιρεία στην πρώτη γραμμή σχετικά με τους σπόρους από ποικιλίες που παράγουν υψηλή περιεκτικότητα σε CBG, που πληρούν τα πρότυπα της βιομηχανικής κάνναβης (δηλ. με περιεκτικότητα λιγότερο από 0,3% THC):

* Stem Cell®: μια χημικοποικιλία που δεσπόζει η CBG, σχεδιασμένη για “βιομάζα” και ελαχιστοποιημένη οσμή, με την ενδιαφέρουσα προειδοποίηση ότι τα τριχώματα είναι προφανώς λιγότερο κολλώδη.

* White CBG®: μια ποικιλία που μεγαλώνει πολύ γρήγορα με “προφίλ κρεμώδους τερπενίου λεμονιού”, η εταιρεία επισημαίνει ότι “τα φυτά αυτής της ποικιλίας μπορούν να φτάσουν έως και σχεδόν 20%” περιεκτικότητα σε CBG.

[3] “OregonCBDseeds” https://oregoncbdseeds.com/catalog/

Η ισπανική εταιρεία Hemp Trading[4] έχει επίσης αναπτύξει σπόρους με γενετικό σχεδιασμό που εμποδίζει την σύνθεση των THC και CBD, οδηγώντας αποτελεσματικά σε μια ποικιλία που μπορεί να πιάσει και πάνω από 15% περιεκτικότητα σε CBG. Λόγω του αυξανόμενου ενδιαφέροντος για την CBG, ορισμένοι παρασκευαστές, όπως η Steve’s Goods στο Κολοράντο[5], προσφέρουν βάμματα CBG και προϊόντα απομονωμένου κανναβινοειδούς CBG. H Hemptown USA[6] παρουσιάζει το δικό της λουλούδι CBG και ακατέργαστο εκχύλισμα.

[4] “Cannabis growth: introducing the first new THC free strain” (Καλλιέργεια κάνναβης: Παρουσίαση της πρώτης νέας ποικιλίας που δεν περιέχει καθόλουTHC) https://www.healtheuropa.eu/cannabis-growth-thc-free/91731/

[5] “CBG PRODUCTS” (Προϊόντα CBG) https://stevesgoods.com/cbg-products/

[6] “CBG Wholesale” (CBG στην χονδρική) https://hemptownusa.com/cbg-wholesale/

Η Τετραϋδροκανναβιβαρίνη (Tetrahydrocannabivarin, THCv)

Η THCv είναι ένας ανταγωνιστής υποδοχέα κανναβινοειδών(5) που εμπλέκεται στην καταστολή της όρεξης, στη αντιμετώπιση της παχυσαρκίας και στην ρύθμιση του σακχάρου στο αίμα(6,7). Είναι και ένα πολυπόθητο αλλά και σπάνιο κανναβινοειδές. Το κυνήγι της γενετικής για την THCv ενέπνευσε πρόσφατα τους ιδρυτές της Green House Seed Company[6] να διερευνήσουν περιοχές στην ζούγκλα της Δημοκρατίας του Κονγκό[7], όπου εμφανίστηκε μια ποικιλία με ένα υποτονικό (αλλά σημαντικό) ποσοστό περιεκτικότητας στα 1,1%.

[6] “Green House Seed Co.” https://shop.greenhouseseeds.nl/

[7] “Strain Hunters” (Κυνηγοί ποικιλιών κάνναβης) https://www.youtube.com/user/strainhunters/videos

Η συμβατική επιλογή για τους καλλιεργητές κάνναβης με ψυχοτρόπο χημικό προφίλ είναι η ποικιλία Durban Poison, η οποία γενικά περιέχει περίπου 0,5[8]-1%[9] THCv. Ως ποικιλία καλλιέργειας της Νότιας Αφρικής, η Durban Poison[10] είναι ευρέως διαθέσιμη από τους πωλητές σπόρων.

[8] “THCV: The Sports Car of Cannabinoids” (THCV: Το αγωνιστικό αυτοκίνητο των κανναβινοειδών) https://www.steephill.com/blogs/38

[9] “Highest THCV Strains” (Οι ποικιλίες με την υπψηλότερη περιεκτικότητα σε THCV) https://hightimes.com/grow/highest-thcv-strains/

[10] “DURBAN POISON” https://www.dank-colorado.com/product/durban-poison-cannabis-sativa/

Η εταιρία Dutch Passion[11], που εδρεύει στο Άμστερνταμ, αναπτύσσει μια ποικιλία που στο χημικό της προφίλ θα έχει 6-8% THCv (και παρόμοιες ποσότητες THC) και είναι προγραμματισμένο να κυκλοφορήσει το 2020. Η άκρας μυστικότητας χημικοποικιλία Doug’s Varin[12] θεωρείται ευρέως ότι παράγει την υψηλότερη περιεκτικότητα σε TCHv, αλλά οι σπόροι της δεν είναι διαθέσιμοι και οι πληροφορίες σχετικά με την ποικιλία προσεγγίζουν αυτές ενός μύθου.

[11] “THCV, Tetrahydrocannabivarin. What is it and what are the benefits of THCV?” (Η THCV, τετραϋδροκανναβιβαρίνη. Τι είναι και ποια είναι τα οφέλη της THCV;) https://dutch-passion.com/en/blog/thcv-tetrahydrocannabivarin-what-is-it-and-what-are-the-benefits-of-thcv-n956

[12] “What is THCV?” (Τι είναι η THCV;) https://www.californiacannabinoids.com/

Φυσικά, αυτή είναι μόνο μια μικρή γεύση από την μαγεία των φυτών που διατίθεται για τους δημιουργικούς και πρωτοποριακούς καλλιεργητές. Εξάλλου, έχουν απομονωθεί ήδη τουλάχιστον 113 κανναβινοειδή από το φυτό Cannabis sativa L.(8). Στο μέρος 2, θα δούμε κάποια από τα άλλα “μικρά” κανναβινοειδή και τις χημικοποικιλίες που τα προωθούν στα μεγάλα πρωταθλήματα.

Βιβλιογραφικές αναφορές

(1). E P M de Meijer, K M Hammond “The inheritance of chemical phenotype in Cannabis sativa L. (II): Cannabigerol predominant plants” (Η κληρονομικότητα του χημικού φαινοτύπου στο φυτό Cannabis sativa L. (II): Φυτά με κυρίαρχη περιεκτικότητα σε κανναβιγερόλη) Euphytica Sep. 200;145:189–198.

https://link.springer.com/article/10.1007/s10681-005-1164-8

Περίληψη

“Στόχος της μελέτης είναι να αποσαφηνίσει τον γενετικό μηχανισμό που είναι υπεύθυνος για τη συσσώρευση της κανναβιγερόλης (CBG) σε ορισμένους φαινοτύπους του φυτού Cannabis sativa L. Η CBG είναι ο άμεσος πρόδρομος των κανναβινοειδών CBD, THC και CBC. Τα φυτά που έχουν κυριάρχη παρουσία σε CBG έχουν βρεθεί σε διαφορετικούς απογόνους κλωστικής κάνναβης. Οι εγγενείς απογόνοι που προέρχονται από ένα τέτοιο φυτό διασταυρώθηκαν με φυτά που είναι κυρίαρχα σε THC και CBD, αντιστοίχως. Οι διαχωρισμοί στα διαγονιδιακά προγονίδια υποδηλώνουν ότι η συσσώρευση σε CBG οφείλεται στην ομόζυγη παρουσία ενός ελάχιστα λειτουργικού αλληλόμορφου, που ονομάζεται πειραματικά Β0, στον μοναδικό τόπο Β ο οποίος κανονικά ελέγχει τη μετατροπή της CBG σε THC (αλληλόμορφο ΒΤ) ή/και CBD (αλληλόμορφο BD). Το γεγονός ότι τα φυτά με συσσώρευση σε CBG έχουν βρεθεί μέχρι στιγμής στους πληθυσμούς των ευρωπαϊκών ποικιλιών κλωστικής κάνναβης που γενικά αποτελούνται από φυτά BD/BD και την παρατήρηση ότι το αλληλόμορφο B0 που ερευνήθηκε εδώ διαθέτει υπολειμματική ικανότητα μετατροπής μικρών ποσοτήτων CBG σε CBD, καθιστά πιθανό το ότι αυτή η B0 είναι μια μετάλλαξη του κανονικά λειτουργικού BD. Επομένως, το Β0 θεωρείται ως μέλος της αλλυλικής σειράς BD που κωδικοποιεί μία ισόμορφη συνθετάση CBD με μεγάλη εξασθενημένη συγγένεια υποστρώματος ή/κα καταλυτική ικανότητα”.

(2). Borrelli F, Fasolino I, Romano B, Capasso R, Maiello F, Coppola D, Orlando P, Battista G, Pagano E, Di Marzo V, Izzo AA “Beneficial effect of the non-psychotropic plant cannabinoid cannabigerol on experimental inflammatory bowel disease” (Ευεργετική επίδραση του μη ψυχοτρόπου φυτικού κανναβινοειδούς, της κανναβιγερόλης, στην πειραματική φλεγμονώδη νόσο του εντέρου) Biochem Pharmacol. 2013 May 1;85(9):1306-16.

https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/23415610

Περίληψη

“Η φλεγμονώδης νόσος του εντέρου (Inflammatory bowel disease, IBD) είναι μια ανίατη ασθένεια που πλήττει εκατομμύρια ανθρώπους σε βιομηχανικές χώρες. Τα ανεκδοτικά (μη-δημοσιευμένα) και τα επιστημονικά στοιχεία δείχνουν ότι η χρήση της κάνναβης μπορεί να έχει θετικό αντίκτυπο στους ασθενείς με IBD. Εδώ, ερευνήσαμε την επίδραση της κανναβιγερόλης (CBG), ενός μη ψυχοτρόπου κανναβινοειδούς που προέρχεται από την κάνναβη, σε μοντέλο κολίτιδας ποντικού. Η κολίτιδα προκλήθηκε σε ποντίκια με ενδοκολονική χορήγηση δινιτροβενζολοσουλφονικού οξέος (dinitrobenzene sulphonic acid, DNBS). Η φλεγμονή εκτιμήθηκε με αξιολόγηση φλεγμονωδών δεικτών / παραμέτρων (αναλογία βάρους του κόλον / μήκος του κόλον και δραστικότητα μυελοϋπεροξειδάσης), με ιστολογική ανάλυση και ανοσοϊστοχημεία. Τα επίπεδα ιντερλευκίνης-1β, ιντερλευκίνης-10 και ιντερφερόνης-γ με ELISA, επαγώγιμη συνθάση νιτρικού οξειδίου (inducible nitric oxide synthase, iNOS) και κυκλοοξυγενάση-2 (cyclooxygenase-2, COX-2) με κηλίδωση Western και RT-PCR. Η δραστηριότητα του CuZn-υπεροξειδίου δισμουτάσης (CuZn-superoxide dismutase, SOD) με χρωματομετρική ανάλυση. Τα μακροφάγα ποντικού και τα εντερικά επιθηλιακά κύτταρα χρησιμοποιήθηκαν για να εκτιμηθεί η επίδραση της CBG στην παραγωγή νιτρικού οξειδίου και στο οξειδωτικό στρες, αντίστοιχα. Η CBG μείωσε τον λόγο βάρους του κόλον / μήκος του κόλον, την δραστικότητα μυελοϋπεροξειδάσης και την έκφραση iNOS, άυξησε την δραστικότητα της SOD και τις κανονικοποιημένες αλλαγές ιντερλευκίνης-1β, ιντερλευκίνης-10 και ιντερφερόνης-γ που σχετίζονται με τη χορήγηση DNBS. Στα μακροφάγα, η CBG μείωσε την παραγωγή νιτρικού οξειδίου και την έκφραση της πρωτεΐνης iNOS (αλλά όχι το mRNA). Το Rimonabant (ένας ανταγωνιστής υποδοχέα CB1) δεν άλλαξε την επίδραση τηςCBG στην παραγωγή νιτρικού οξειδίου, ενώ το SR144528 (ένας ανταγωνιστής υποδοχέα CB2) αύξησε περαιτέρω την ανασταλτική επίδραση της CBG στην παραγωγή νιτρικού οξειδίου. Συμπερασματικά, η CBG εξασθένησε την κολίτιδα του ποντικού, μείωσε την παραγωγή μονοξειδίου του αζώτου σε μακροφάγα (αποτέλεσμα που ρυθμίζεται από τον υποδοχέα CB2) και μειωμένο σχηματισμό ROS σε εντερικά επιθηλιακά κύτταρα. Η CBG θα μπορούσε να εξεταστεί για κλινικούς πειραματισμούς σε ασθενείς με IBD”.

(3). Pagano E, Montanaro V, Di Girolamo A, Pistone A, Altieri V, Zjawiony JK, Izzo AA, Capasso R “Effect of Non-psychotropic Plant-derived Cannabinoids on Bladder Contractility: Focus on Cannabigerol” (Επίδραση των φυτικά προερχόμενων μη ψυχοτρόπων κανναβινοειδών στην συσταλτικότητα της ουροδόχου κύστης: Επικέντρωση στην κανναβιγερόλη) Nat Prod Commun. 2015 Jun;10(6):1009-12.

https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/26197538

Περίληψη

“Υπάρχουν ανεπανάληπτες αναφορές ότι ορισμένα παρασκευάσματα κάνναβης μπορεί να είναι χρήσιμα για τις δυσλειτουργίες της ουροδόχου κύστης. Εδώ, ερευνήσαμε την επίδραση ορισμένων μη ψυχοτρόπων φυτοκανναβινοειδών, δηλαδή της κανναβιδιόλης (CBD), της κανναβιγερόλης(CBG), κανναβιδιβαρίνης (CBDV), Δ9-τετραϋδροκανναβινοβιβαρίνης (THCV) και κανναβιχρωμένης (CBC) σε συσπαστικότητα κύστης ποντικού in vitro. Η CBG, η THCV, η CBD και η CBDV, αλλά όχι η CBC σε συγκέντρωση που κυμαίνεται από 10(-8) M έως 10(-4) M, μείωσε (με παρόμοια ισχύ), τις συστολές που επάγονται από την ακετυλοχολίνη χωρίς σημαντική τροποποίηση των συστολών που προκαλούνται από ηλεκτρική διέγερση. Η τάξη της αποτελεσματικότητας ήταν CBG = THCV > CBD > CBDV. Σε μελέτες εις βάθος για την CBG προέκυψε ότι η επίδραση αυτού του φυτοκανναβινοειδούς στις επαγόμενες από ακετυλοχολίνη συστολές δεν επηρεάστηκε από ανταγωνιστές υποδοχέα CB1 ή CB2. Επιπροσθέτως, ηCBG μείωσε επίσης τις επαγόμενες από την ακετυλοχολίνη συστολές στην ανθρώπινη ουροδόχο κύστη”.

(4). Sara Valdeolivas, Carmen Navarrete, Irene Cantarero, María L Bellido, Eduardo Muñoz, Onintza Sagredo “Neuroprotective Properties of Cannabigerol in Huntington’s Disease: Studies in R6/2 Mice and 3-Nitropropionate-lesioned Mice” (Νευροπροστατευτικές ιδιότητες της κανναβιγερόλης στη νόσο του Huntington: Μελέτες σε ποντικούς R6/2 και ποντίκια με βλάβη από 3-νιτροπροπιονικό) Neurotherapeutics. 2015 Jan;12(1):185–199.

https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC4322067/

Περίληψη

“Τα διαφορετικά φυτικά και συνθετικά κανναβινοειδή έχουν δείξει ότι είναι νευροπροστατευτικά σε πειραματικό μοντέλο της νόσου του Huntington (Huntington’s disease, HD) μέσω των εξαρτώμενων από κανναβινοειδή υποδοχέων ή/και ανεξάρτητων μηχανισμών. Εδώ, μελετήσαμε τα αποτελέσματα της κανναβιγερόλης (CBG), ενός μη-ψυχότροπου φυτοκανναβινοειδούς, σε 2 διαφορετικά in vivo μοντέλα HD. ΗCBG ήταν εξαιρετικά δραστική ως νευροπροστατευτικό σε ποντίκια δηλητηριασμένα με 3-νιτροπροπιονικό (3-nitropropionate, 3ΝΡ), βελτιώνοντας τα κινητικά ελλείμματα και διατηρώντας τους νευρώνες του striatal neurons ενάντια στην τοξικότητα του 3ΝΡ. Επιπλέον, η CBG εξασθένησε την αντιδραστική μικρογλοίωση και την προς τα πάνω ρύθμιση των προφλεγμονωδών δεικτών που προκλήθηκαν από το 3ΝΡ και βελτίωσε τα επίπεδα αντιοξειδωτικών αμυντικών που επίσης μειώθηκαν σημαντικά με το 3ΝΡ. Διερευνήσαμε επίσης τις νευροπροστατευτικές ιδιότητες της CBG σε R6/2 ποντίκια. Η θεραπεία με αυτό το φυτοκανναβινοειδές παρήγαγε πολύ χαμηλότερη, αλλά σημαντική ανάκτηση στην επιδεινούμενη απόδοση περιστροφής που ήταν τυπική για τους ποντικούς R6/2. Χρησιμοποιώντας ανάλυση HD συστοιχίας, καταφέραμε να εντοπίσουμε μια σειρά γονιδίων που συνδέονται με αυτή την ασθένεια (πχ., symplekin, Sin3a, Rcor1, histone deacetylase 2, huntingtin-associated protein 1, δ subunit of the gamma-aminobutyric acid-A receptor (GABA-A), και hippocalcin), η έκφραση των οποίων μεταβλήθηκε σε R6/2 ποντίκια, αλλά μερικώς ομαλοποιήθηκε με αγωγή CBG. Παρατηρήσαμε επίσης μέτρια βελτίωση στην έκφραση γονιδίου για τον νευροτροφικό παράγοντα που προέρχεται από τον εγκέφαλο (brain-derived neurotrophic factor, BDNF), τον ινσουλινοειδή αυξητικό παράγοντα-1 (insulin-like growth factor-1, IGF-1) και τον υποδοχέα peroxisome proliferator-activated receptor-γ (PPARγ), ο οποίος μεταβάλλεται σε αυτά τα ποντίκια, καθώς και μια μικρή, αλλά σημαντική, μείωση της συσσωμάτωσης της μεταλλαγμένης huntingtin στο striatal parenchyma σε ζώα που υποβλήθηκαν σε αγωγή με CBG. Συμπερασματικά, τα αποτελέσματά μας ανοίγουν νέες ερευνητικές οδούς για τη χρήση της CBG, μόνο της ή σε συνδυασμό με άλλα φυτοκανναβινοειδή ή θεραπείες, για τη θεραπεία νευροεκφυλιστικών ασθενειών όπως η HD”.

(5). Adèle Thomas, Lesley A Stevenson, Kerrie N Wease, Martin R Price, Gemma Baillie, Ruth A Ross, Roger G Pertwee “Evidence that the plant cannabinoid Δ9-tetrahydrocannabivarin is a cannabinoid CB1 and CB2 receptor antagonist” (Αποδεικτικά στοιχεία ότι το φυτικό κανναβινοειδές Δ9-τετραϋδροκανναβιβαρίνη είναι ένας ανταγωνιστής υποδοχέα κανναβινοειδών CB1 και CB2) Br J Pharmacol. 2005 Dec; 146(7): 917–926.

https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC1751228/

Περίληψη

“1. Η Δ9-τετραϋδροκανναβιβαρίνη (THCV) αντικατέστησε το [3Η]CP55940 από ειδικές θέσεις πρόσδεσης σε εγκέφαλο ποντικού και κυτταρικές μεμβράνες CHO-hCB2 (Κi= 75,4 και 62,8nm, αντίστοιχα).

  1. Η THCV (1μm) ανταγωνίστηκε επίσης την προκαλούμενη από το CP55940 διέγερση της δέσμευσης [35S]GTPγS σε αυτές τις μεμβράνες (εμφανής ΚΒ = 93,1 και 10,1nm, αντίστοιχα).
  2. Στο ποντίκι vas deferens, η ικανότητα της Δ9-τετραϋδροκανναβινόλης (THC) να αναστέλλει τις ηλεκτρικά προκληθείσες συστολές ανταγωνίστηκε με την THCV, η φαινόμενη τιμή ΚΒ (96,7 nm) προσεγγίζοντας τις προφανείς τιμές ΚΒ για τον ανταγωνισμό του CP55940- και της από R-(+)-WIN55212 προκαλούμενης διέγερσης σύνδεσης [35S]GTPγS σε μεμβράνες εγκεφάλου ποντικού.
  3. Η THCV ανταγωνίζεται επίσης τα R-(+)-WIN55212, ανανδαμίδιο, μεθανοναμίδιο και CP55940 στα αγγειακά κύτταρα, αλλά με χαμηλότερες εμφανείς τιμές KB (1,5, 1,2, 4,6 και 10,3nm, αντίστοιχα).
  4. Η THCV (100nm) δεν αντιτίθεται στην επαγόμενη από κλονιδίνη, καψαϊκίνη ή (−)-7-hydroxy-cannabidiol-dimethylheptyl αναστολή ηλεκτρικά προκαλούμενων συστολών των αγγείων.
  5. Οι συμβατικές αποκρίσεις των vas deferens σε υδροχλωρική φαινυλεφρίνη ή β,γ-methylene-ATP δεν μειώθηκαν με 1μm THCV ή R-(+)-WIN55212, υποδηλώνοντας ότι η THCV αλληλεπιδρά με R-(+)-WIN55212 σε θέσεις προεπιλογής.
  6. Στα 32μm, η THCV μείωσε τις συστολικές αποκρίσεις σε υδροχλωρική φαινυλεφρίνη και β,γ-methylene-ATP και σε πάνω από 3μm ανέστειλε τις ηλεκτρικά προκληθείσες συστολές των αγγειακών παραμορφώσεων κατά ανεξάρτητο από SR141716A τρόπο.
  7. Συμπερασματικά, η THCV συμπεριφέρεται ως ανταγωνιστικός ανταγωνιστής υποδοχέων CB1 και CB2. Στα vas deferens, ανταγωνίστηκε αρκετά κανναβινοειδή πιο ισχυρά από την THC και ήταν επίσης πιο ισχυρήέναντι του CP55940 και του R-(+)-WIN55212 σε αυτόν τον ιστό παρά στις εγκεφαλικές μεμβράνες. Οι βάσεις αυτών των επιδράσεων που εξαρτώνται από αγωνιστές και ιστούς παραμένουν να καθοριστούν”.

(6). David A Dawson “Synthetic Cannabinoids, Organic Cannabinoids, the Endocannabinoid System, and Their Relationship to Obesity, Diabetes, and Depression” (Συνθετικά κανναβινοειδή, οργανικά κανναβινοειδή, το ενδοκανναβινοειδές σύστημα και η σχέση τους με την παχυσαρκία, τον διαβήτη και την κατάθλιψη) Mol Biol 2018;7:4.

https://www.hilarispublisher.com/open-access/synthetic-cannabinoids-organic-cannabinoids-the-endocannabinoid-system-and-their-relationship-to-obesity-diabetes-and-depression-2168-9547-1000219.pdf

Περίληψη

“Αυτή η διερεύνηση έχει σχεδιαστεί για να διερευνήσει τις αντιπαραθέσεις, τους ισχυρισμούς και τις καταπλήξεις όσον αφορά την αποτελεσματικότητα και το δυναμικό μιας πρόσφατα επινοηθείσας προσέγγισης CAM που συνεπάγεται τη διαμόρφωση του ενδοκανναβινοειδούς συστήματος και θεωρείται ότι είναι μια δυνητικά χρήσιμη τεχνική για τη θεραπεία της παχυσαρκίας και του διαβήτη. Το παρόν έγγραφο έχει σχεδιαστεί για να παρέχει στον αναγνώστη μια κατανόηση των αρχών που διέπουν μια μορφή Συμπληρωματικής ΕναλλακτικήςΙατρικής (Complimentary Alternative Medicine, CAM), η οποία υπήρχε εδώ και χιλιετίες αλλά μόλις πρόσφατα απέκτησε αξιοπιστία και αποδοχή στην επιστημονική κοινότητα. Παρέχει μια ιστορική ανάλυση της αντιλαμβανόμενης ισοδυναμίας μεταξύ των συνθετικών κανναβινοειδών και των οργανικών κανναβινοειδών, καθώς και των άγνωστων πτυχών τους στην πιθανή θεραπεία της παχυσαρκίας και του διαβήτη”.

(7). Luke Tudge, Clare Williams, Philip J. Cowen, Ciara McCabe “Neural Effects of Cannabinoid CB1 Neutral Antagonist Tetrahydrocannabivarin on Food Reward and Aversion in Healthy Volunteers” (Νευρωνικές επιδράσεις του κανναβινοειδούς CB1 ουδέτερου ανταγωνιστή Τετραϋδροκανναβιβαρίνη στην ανταμοιβή τροφίμων και την αποστροφή στους υγιείς εθελοντές) Int J Neuropsychopharmacol. 2015 Apr;18(6):pyu094.

https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC4438540/

Περίληψη

“Ιστορικό: Οι διαταραχές στη ρύθμιση της ανταμοιβής και της αποστροφής, στον εγκέφαλο μπορεί να προκαλέσουν διαταραχές όπως η παχυσαρκία και οι διατροφικές διαταραχές. Έχουμε δείξει προηγουμένως ότι ο ανάστροφος αγωνιστήςτου υποτύπου του υποδοχέα κάνναβης (CB1), το rimonabant, ένα φάρμακο κατά της παχυσαρκίας που απομακρύνθηκε λόγω των παρενεργειών παραγωγής κατάθλιψης, μείωσε τις ανταποκρίσεις νευρικής ανταμοιβής, αλλά αύξησε τις αποτρεπτικές αποκρίσεις (Horder et al., 2010). Σε αντίθεση με το rimonabant, η τετραϋδροκανναβιβαρίνη είναι ένας ουδέτερος ανταγωνιστής υποδοχέα CB1 (Pertwee, 2005) και μπορεί συνεπώς να παράγει διαφορετικές διαμορφώσεις του συστήματος νευρικής ανταμοιβής. Υποθέσαμε ότι η τετραϋδροκανναβιβαρίνη, σε αντίθεση με το rimonabant, θα αφήσει άθικτες τις νευρικές ανταμοιβές ανταπόκρισης αλλά θα αυξήσει τις αποσπαστικές αποκρίσεις.

Μέθοδοι: Χρησιμοποιήσαμε έναν διπλά-τυφλό σχεδιασμό εντός-υποκειμένου. Είκοσι υγιείς εθελοντές έλαβαν μία δόση τετραϋδροκανναβιβαρίνης (10mg) και εικονικό φάρμακο σε τυχαία σειρά σε 2 ξεχωριστές περιπτώσεις. Μετρήσαμε τη νευρική απόκριση στην ανταμοιβή (όραση ή/και γεύση της σοκολάτας) και τα αποσπασματικά ερεθίσματα (εικόνα των μουχλιασμένων φραουλών ή/και μιας λιγότερο ευχάριστης γεύσης φράουλας) χρησιμοποιώντας τη λειτουργική απεικόνιση μαγνητικού συντονισμού. Οι εθελοντές βαθμολόγησαν την ευχαρίστηση, την ένταση και την επιθυμία για κάθε ερέθισμα.

Αποτελέσματα: Δεν υπήρξαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των ομάδων στις υποκειμενικές αξιολογήσεις. Ωστόσο, η τετραϋδροκανναβιβαρίνη αύξησε τις αποκρίσεις στα ερεθίσματα σοκολάτας στα midbrain, anterior cingulate cortex, caudate και putamen. Η τετραϋδροκανναβιβαρίνη αύξησε επίσης τις αποκρίσεις σε αποσπασματικά ερεθίσματα στα amygdala, insula, mid orbitofrontal cortex, caudate και putamen.

Συμπεράσματα: Τα ευρήματά μας είναι τα πρώτα που δείχνουν ότι η θεραπεία με τον ουδέτερο ανταγωνιστή CB1, τηντετραϋδροκανναβιβαρίνη, αυξάνει τη νευρική ανταπόκριση ερεθίσματα ανταμοιβής και απόρριψης. Αυτό το προφίλ επιδράσεων υποδεικνύει θεραπευτική δράση στην παχυσαρκία, ίσως με μειωμένο κίνδυνο καταθλιπτικών παρενεργειών”.

(8). Aizpurua-Olaizola O, Soydaner U, Öztürk E, Schibano D, Simsir Y, Navarro P, Etxebarria N, Usobiaga A “Evolution of the Cannabinoid and Terpene Content during the Growth of Cannabis sativa Plants from Different Chemotypes” (Εξέλιξη του περιεχομένου σε κανναβινοειδή και τερπένια κατά την ανάπτυξη των φυτών Cannabis sativa από διαφορετικές χημικοποικιλίες) J Nat Prod. 2016 Feb 26;79(2):324-31.

https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/26836472

Περίληψη

“Εξετάστηκε η εξέλιξη των μεγάλων κανναβινοειδών και τερπενίων κατά την ανάπτυξη των φυτών Cannabis sativa. Σε αυτήν την μελέτη, επιλέχθηκαν επτά διαφορετικά φυτά: τρία από τους χημειότυπους Ι και ΙΙΙ και ένα από τον χημειότυπο II. Πενήντα κλώνοι από κάθε μητρικό φυτό αναπτύχθηκαν σε κλειστό περιβάλλον υπό ελεγχόμενες συνθήκες. Κάθε εβδομάδα, τρίαφυτά από κάθε ποικιλία κόπηκαν και απόξηρανθηκαν και τα φύλλα και τα λουλούδια αναλύθηκαν χωριστά. Οκτώ μεγάλα κανναβινοειδή αναλύθηκαν μέσω HPLC-DAD και 28 τερπένια ποσοτικοποιήθηκαν χρησιμοποιώντας GC-FID και επαληθεύτηκαν μέσω GC-MS. Οι χημειότυποι των φυτών, όπως ορίζονται από τον λόγο τετραϋδροκανναβινολικού οξέος / κανναβιδιολικού οξέος (THCA / CBDA), ήταν σαφείς από την αρχή και σταθεροί κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης. Συγκρίθηκαν οι συγκεντρώσεις των κυριότερων κανναβινοειδών και τερπενίων και βρέθηκαν διαφορετικά πρότυπα μεταξύ των χημειότυπων. Συγκεκριμένα, τα φυτά από τους χημειότυπους II και III χρειάστηκαν περισσότερο χρόνο για να φθάσουν στην κορυφαία παγωγή των THCA, CBDA και μονοτερπενίων. Διαπιστώθηκαν επίσης διαφορές στην ανάπτυξη του κανναβιγερολικού οξέος μεταξύ των διαφορετικών χημειότυπων και μεταξύ των μορφών εξέλιξης μονοτερπενίου και σεσκιτερπενίου. Φυτά διαφορετικών χημειότυπων σαφώς διαφοροποιήθηκαν από την περιεκτικότητά τους σε τερπένιο και προσδιορίστηκαν τα χαρακτηριστικά τερπένια κάθε χημειότυπου”.

Ποικιλίες με υψηλή περιεκτικότητα σε “μικρά” κανναβινοειδή: Μέρος 2ο

(Αναδημοσίευση με μετάφραση από: Terpenes and Testing Magazine, “Chemovars with High “Minor” Cannabinoids: Part 2” https://terpenesandtesting.com/chemovars-with-high-minor-cannabinoids-part-2by Lance Griffin, January 24, 2020)

Τα μικρά κανναβινοειδή μπορεί να είναι το μέλλον στην καλλιέργεια της κάνναβης. Στο 1ο μέρος αυτής της σειράς (βλ. παραπάνω) συζητήσαμε χημειότυπους που παράγουν τα επιθυμητά αλλά και ασυνήθιστα δευτερεύοντα κανναβινοειδή όπως η κανναβιγερόλη (CBG) και η τετραϋδροκανναβιβαρίνη (THCv). Εδώ θα δούμε κάποια ακόμα λιγότερο διαθέσιμα ή συνηθισμένα κανναβινοειδή και τις μοναδικές ποικιλίες[1] που μεγιστοποιούν την παραγωγή τους. Οι καλλιεργητές, έχουν υπόψιν τους ότι αυτά τα ήσσονος σημασίας κανναβινοειδή αντιπροσωπεύουν ευκαιρίες παραγωγής.

[1] “Cultivar v. Chemovar: Debating the Debasement of Cannabis Vernacular” (Καλλιεργο-ποικιλία εναντίον Χημικοποικιλία: Συζήτηση για την εξάντληση της λέξης κάνναβη) https://terpenesandtesting.com/category/science/cultivar-v-chemovar-debating-the-debasement-of-cannabis-vernacular

Η Κανναβινόλη (Cannabinol, CBN)

Η κανναβινόλη (CBN) είναι ένας μεταβολίτης αποικοδόμησης της δέλτα-9-τετραϋδροκανναβινόλης (THC)(1). Παρά το γεγονός ότι εκτιμάται ότι είναι 90% λιγότερο ψυχοτρόπος από την THC(2), η CBN έχει δείξει αναλγητικές(3), αντιβακτηριδιακές (έναντι MRSA[2])(4) ιδιότητες καθώς και ιδιότητες βελτίωσης της όρεξης(5). Σε συνδυασμό με την THC, έχει αποδειχθεί ότι προάγει την καταστολή(6). Ως εκ τούτου, είναι ένα ήπιο κανναβινοειδές που παρουσιάζει ενδιαφέρον.

[2] “MRSA infection” (Μόλυνση από MRSA) https://www.mayoclinic.org/diseases-conditions/mrsa/symptoms-causes/syc-20375336

Η υπερ-ωρίμανση των ποικιλιών με υψηλή περιεκτικότητα σε THC είναι μία στρατηγική για την αύξηση της περιεκτικότητας σε CBN(7). Παρόλο που η γενετική που στοχεύει στην παραγωγή CBN δεν είναι γενικά διαθέσιμη, το Leafly[3] αναφέρει ότι πολλές χημικοποικιλίες παράγουν φυσικά υψηλότερα επίπεδα από αυτό το κανναβινοειδές, όπως δηλαδή η Animal Cookies[4] και η Ace of Spades[5]. Πλούσιο σε CBN έλαιο κάνναβης[6] είναι επίσης διαθέσιμο.

[3] “These Cannabis Strains All Have Unique Cannabinoids” (Αυτές οι ποικιλίες κάνναβης έχουν μοναδικά κανναβινοειδή) https://www.leafly.com/news/strains-products/cannabis-strains-with-unique-cannabinoids

[4] “Animal Cookies Feminized Marijuana Seeds” (Θηλυκοποιημένοι σπόροι της ποικιλίας Animal Cookies) https://www.pacificseedbank.com/shop-all-marijuana-seeds/marijuana-seeds/animal-cookies-feminized-marijuana-seeds/

[5] “Ace of Spades Regular Seeds” (Κανονικοί σπόροι της ποικιλίας Ace of Spades) https://www.seedsupreme.com/ace-of-spades-regular-seeds.html

[6] “CBN (Cannabinol) Hemp Oil” (Έλαιο CBN (Κανναβιδιόλης)) https://industrialhempfarms.com/buy-cbn-cannabinol-oil/

Η Κανναβιχρωμένη (Cannabichromene, CBC)

Η κανναβιχρωμένη (CBC) έχει συνδεθεί με αντικαταθλιπτικά αποτελέσματα(8) και μπορεί να ενισχύσει τα προγονικά κύτταρα των ενήλικων νευρικών στελεχών(9), μεταξύ άλλων οφελών. Στη δεκαετία του ‘70, οι ερευνητές μέτρησαν σχετικά μεγάλες ποσότητες (έως και 64%) της CBC σε αυτόχθονες ( landrase) χημικοποικιλίες από διάφορες γεωγραφικές περιοχές(10). Όπως η κανναβιδιόλη (CBD) και η THC, η CBC σχηματίζεται από το κανναβιγερολικό οξύ (cannabigerolic acid) μέσω της δικής του συνθετάσης(11).

Η γενετική για τη CBC δεν έχει ανασυρθεί πλήρως, αλλά μερικές από τος χημικοποικιλίες που έχουν επίπεδα πέραν του μέσου όρου περιλαμβάνουν την William’s Wonder (1,1%)[7], την Psycho Crack (0,9%)[8] και την 3 Kings (0,461%)[9].

[7] “Williams Wonder” https://www.alchimiaweb.com/en/williams-wonder-product-7275.php

[8] “Psycho Crack” https://en.seedfinder.eu/strain-info/Psycho_Crack/SickMeds_Seeds/

[9] “3 Kings” https://www.potbotics.com/learn/strains/3-kings

Η Κανναβιδιβαρίνη (Cannabidivarin, CBDv)

Η κανναβιδιβαρίνη (CBDv)[10] είναι ομόλογο της CBD με δυνητικά θεραπευτικές αντισπασμωδικές ιδιότητες(12). Η GW Pharmaceuticals[11] κατέχει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για τη χρήση της για τη θεραπεία της “επιληψίας και ειδικά για τον έλεγχο γενικευμένων ή temporal lobe κρίσεων”.

[10] “Cannabinoids for Epilepsy: CBDv” (Κανναβινοειδή για την επιληψία: Η CBDv) https://terpenesandtesting.com/cannabinoids-epilepsy-cbdv

[11] “GW Pharmaceuticals plc Announces US Patent Allowance for Use of Cannabidivarin (CBDV) in Treating Epilepsy” (Η GW Pharmaceuticals plc ανακοινώνει την απόκτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας στις ΗΠΑ για τη χρήση της κανναβιδιβαρίνης (CBDV) στη θεραπεία της επιληψίας) https://www.gwpharm.co.uk/about/news/gw-pharmaceuticals-plc-announces-us-patent-allowance-use-cannabidivarin-cbdv-treating

Τα φυτά κάνναβης από αυτόχθονες ποικιλίες της Ινδίας (συγκεκριμένα οι λεγόμενοι φαινότυποι “indica”[12]) έχουν βρεθεί ότι περιέχουν αξιοσημείωτα επίπεδα CBDv(13). Σήμερα, η Elite Seeds παράγει την ποικιλία Sedativa CBDv:CBD[13] με μία από τις υψηλότερες περιεκτικότητες σε CBDv στην αγορά (7:8).

[12] “Is the Distinction Between Indica and Sativa a Myth? Part 1” (Είναι η διάκριση μεταξύ Indica και Sativa ένας μύθος; Μέρος 1ο) https://terpenesandtesting.com/category/horticulture/indica-sativa-difference-myth

[13] “Sedativa CBDV:CBD Feminised Seeds from Elite Seeds” (Θηλυκοποιημένοι σπόροι της ποικιλίας Sedativa CBDV:CBD από την Elite Seeds) https://www.seedsman.com/el/sedativa-cbdv-cbd-feminised-seeds

Όπως γνωρίζουμε, οι καλλιεργητές έχουν δώσει έμφαση πάνω στην THC εδώ και μερικά χρόνια. Αλλά η δύναμη να πειράξεις την γενετική με στόχο προς την παραγωγή των μικρών κανναβινοειδών και να τα μετατρέψεις έτσι σε μεγάλα κανναβινοειδή μπορεί να καθορίσει την επόμενη γενιά των μεγάλων καλλιεργητών κάνναβης.

Βιβλιογραφικές αναφορές

(1). Ross SA, Elsohly MA “CBN and D9-THC concentration ratio as an indicator of the age of stored marijuana samples” (Η συγκέντρωση περιεκτικότητας CBN και Δ9-THC ως δείκτης της ηλικίας των αποθηκευμένων δειγμάτων κάνναβης) Bulletin on Narcotics, 1997;49(1):139-147.

https://www.unodc.org/unodc/en/data-and-analysis/bulletin/bulletin_1997-01-01_1_page008.html

Περίληψη

“Προσδιορίστηκε η συγκέντρωση Δ9-τετραϋδροκανναβινόλης (THC) και κανναβινόλης (CBN) σε φυτικό υλικό κάνναβης διαφόρων ποικιλιών που ήταν αποθηκευμένο σε θερμοκρασία δωματίου (20-22 βαθμούς Κελσίου (oC)) για περίοδο τεσσάρων ετών. Η ποσοστιαία απώλεια THC ήταν ανάλογη με το χρόνο αποθήκευσης. Κατά μέσο όρο, η συγκέντρωση της THC στο φυτικό υλικό μειώθηκε κατά 16,6% ±7,4 της αρχικής της τιμής μετά από ένα έτος και 26,8% ±7,3, 34,5% ±7,6 και 41,4% ±6,5 μετά από δύο, τρία και τέσσερα έτη, αντίστοιχα. Μία σχέση μεταξύ του λόγου συγκέντρωσης CBN προς THCκαι του χρόνου αποθήκευσης αναπτύχθηκε και θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως οδηγός για τον προσδιορισμό της κατά προσέγγιση ηλικίας ενός δεδομένου δείγματος κάνναβης αποθηκευμένου σε θερμοκρασία δωματίου”.

(2). Hosking RD, Zajicek JP “Therapeutic potential of cannabis in pain medicine” (Θεραπευτικό δυναμικό της κάνναβης στην ιατρική του πόνου) Br J Anaesth. 2008 Jul;101(1):59-68.

https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/18515270

Περίληψη

“Οι πρόοδοι στην έρευνα σχετικά με την κάνναβη έχουν παράλληλες εξελίξεις στην φαρμακολογία των οπιοειδών, όπου ένα ψυχοενεργό εκχύλισμα φυτών έχει διασαφηνίσει νέα ενδογενή συστήματα σηματοδότησης με θεραπευτική σημασία. Τα κανναβινοειδή (CBs) είναι χημικές ενώσεις που προέρχονται από την κάνναβη. Το κύρια ψυχοτρόπο CB, η δέλτα-9-τετραϋδροκανναβινόλη (Δέλτα(9)-THC) απομονώθηκε το 1964 και ο πρώτος υποδοχέας CB (ο CB(1)R) κλωνοποιήθηκε το 1990. Η σηματοδότηση CB λαμβάνει χώρα μέσω υποδοχέων συζευγμένων με πρωτεΐνη G στο σώμα. Τα ενδοκανναβινοειδή είναι παράγωγα του αραχιδονικού οξέος που λειτουργούν σε διάφορα φυσιολογικά συστήματα. Τα νευρωνικά CB(1)Rs ρυθμίζουν τη συναπτική μετάδοση και μεσολαβούν στην ψυχοδραστικότητα. Οι υποδοχείς CB(2) ανοσοκυττάρου (οι CB(2)Rs) μπορούν να ρυθμίσουν προς τα κάτω τη νευροφλεγμονή και να επηρεάσουν τις οδούς που εξαρτώνται από την κυκλοοξυγενάση. Τα ζωικά μοντέλα καταδεικνύουν ότι οι CBRs διαδραματίζουν θεμελιώδη ρόλο στην περιφερική, σπονδυλική και την υπερσπονδυλική αισθαλγησία και ότι τα CBs είναι αποτελεσματικά αναλγητικά. Οι κλινικές δοκιμές των CBs στην πολλαπλή σκλήρυνση έχουν υποδείξει ένα όφελος στον νευροπαθητικό πόνο. Ωστόσο, οι μελέτες σε ανθρώπους σχετικά με τη μεσολαβούμενη από CBsαναλγησία έχουν περιοριστεί από το μέγεθος της μελέτης, τους ετερογενείς πληθυσμούς ασθενών και τα μέτρα υποκειμενικών αποτελεσμάτων. Επιπλέον, τα Cbs έχουν μεταβλητή φαρμακοκινητική και μπορούν να εκδηλώσουν ψυχοτρόπο επίδραση. Επί του παρόντος, χορηγούνται ως αντιεμετικά στη χημειοθεραπεία και μπορούν να συνταγογραφούνται σε ασθενής με άδεια ιατρικής χρήσης της κάνναβης για τον νευροπαθητικό πόνο. Οι μελλοντικοί επιλεκτικοί περιφερειακοί CB(1)R και CB(2)R αγωνιστές θα ελαχιστοποιήσουν την κεντρική ψυχοδραστικότητα και θα μπορούν να συνδυστούν με τα οπιοειδή στην ασθαλγησία. Αυτή η ανασκόπηση εξετάζει τις βασικές επιστημονικές και τις κλινικές πτυχές της φαρμακολογίας των CBsμε επίκεντρο τα φάρμακα για την αντιμετώπιση του πόνου”.

(3). Peter M Zygmunt, David A Andersson, Edward D Högestätt “Δ9-Tetrahydrocannabinol and Cannabinol Activate Capsaicin-Sensitive Sensory Nerves via a CB1 and CB2 Cannabinoid Receptor-Independent Mechanism” (Η Δ9-τετραϋδροκανναβινόλη και η κανναβινόλη ενεργοποιούν τα ευαίσθητα στην καψαϊκίνη αισθητήρια νεύρα μέσω ενός εξαρτημένου μηχανισμού υποδοχέα κανναβινοειδών CB1 και CB2) J Neurosci. 2002 Jun 1;22(11):4720–4727.

https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC6758782/

Περίληψη

“Παρόλο που η Δ9-τετραϋδροκανναβινόλη (THC) παράγει αναλγησία, τα αποτελέσματά της στους αισθαλγικούς πρωτεύοντες νευρώνεςείναι άγνωστες. Αυτοί οι νευρώνες συμμετέχουν όχι μόνο στη σηματοδότηση του πόνου αλλά και στην τοπική αντίδραση σε τραυματισμό ιστού. Εδώ, δείχνουμε ότι η THC και η κανναβινόλη προκαλούν απελευθέρωση του πεπτιδίου που σχετίζεται με το γονίδιο καλσιτονίνης ανεξάρτητα από υποδοχέα κανναβινοειδούς CB1/CB2 από ευαίσθητα στην καψαϊκίνη περιαγγειακά αισθητήρια νεύρα. Άλλα ψυχοτρόπα κανναβινοειδή δεν μιμούνται αυτή τη δράση. Ο ανταγωνιστής υποδοχέα βανιλλοειδούς ruthenium red καταργεί τις αποκρίσεις σε THC και κανναβινόλη. Ωστόσο, η επίδραση της THC στα αισθητήρια νεύρα είναι άθικτη σε ποντίκια με εξουδετέρωση του γονιδίου βαλλινοειδούς υποδοχέα υποτύπου 1. Η απόκριση στην THC εξαρτάται από το εξωκυτταρικό ασβέστιο αλλά δεν περιλαμβάνει γνωστά κανάλια ασβεστίου που λειτουργούν με τάση, υποδοχείς γλουταμικού ή πρωτεϊνικές κινάσες Α και C. Αυτά τα αποτελέσματα μπορεί να υποδεικνύουν την παρουσία ενός νέου κανναβινοειδούς υποδοχέα / διαύλου ιόντων στην οδό του πόνου”.

(4). Appendino G, Gibbons S, Giana A, Pagani A, Grassi G, Stavri M, Smith E, Rahman MM “Antibacterial cannabinoids from Cannabis sativa: a structure-activity study” (Αντιβακτηριδιακά κανναβινοειδή από το φυτό Cannabis sativa: μια μελέτη δομής-δραστηριότητας) J Nat Prod.2008 Aug;71(8):1427-30.

https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/18681481

Περίληψη

“Η κάνναβη (Cannabis sativa) είναι γνωστό από καιρό ότι περιέχει αντιβακτηριδιακά κανναβινοειδή, των οποίων η δυνατότητα αντιμετώπισης της αντίστασης στα αντιβιοτικά δεν έχει ακόμη διερευνηθεί. Και τα πέντε κύρια κανναβινοειδή (κανναβιδιόλη (1b), κανναβιχρωμένη (2), κανναβιγερόλη (3b), δέλτα(9)-τετραϋδροκανναβινόλη (4b) και κανναβινόλη (5)) έδειξαν ισχυρή δράση έναντι ποικιλίας ανθεκτικών στη μεθικιλλίνη Staphylococcus aureus (MESRA) στελεχών τρέχουσαςκλινικής σημασίας. Η δραστικότητα ήταν αξιοσημείωτα ανεκτική από τηνprenyl moiety, στη σχετική του θέση σε σύγκριση με την n-pentyl moiety (μη-ομαλά κανναβινοειδή) και στην καρβοξυλίωση της resorcinyl moiety (προ-κανναβινοειδή). Αντιστρόφως, η μεθυλίωση και ακετυλίωση των φαινολικών υδροξυλίων, η εστεροποίηση της καρβοξυλικής ομάδας των προ-κανναβινοειδών και η εισαγωγή ενός δεύτερου προνυλικού τμήματος ήταν όλες επιζήμιες για την αντιβακτηριδιακή δραστηριότητα. Συνοψίζοντας, αυτές οι παρατηρήσεις υποδεικνύουν ότι το προνύλιο τμήμα των κανναβινοειδών χρησιμεύει κυρίως ως ρυθμιστής της συγγένειας των λιπιδίων για τον olivetol πυρήνα, ένα καθαρά ενεργό αντιβακτηριδιακό φαρμακοφόρο, ενώ η υψηλή δραστικότητα τους υποδηλώνει σίγουρα έναν ειδικό αλλά ταυτόχρονα απατηλό μηχανισμό δράσης”.

(5). Farrimond JA, Whalley BJ, Williams CM “Cannabinol and cannabidiol exert opposing effects on rat feeding patterns” (Η κανναβινόλη και η κανναβιδιόλη ασκούν αντίθετες επιδράσεις στα πρότυπα διατροφής των αρουραίων) Psychopharmacology (Berl). 2012 Sep;223(1):117-29.

https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/22543671

Περίληψη

“ΛΟΓΙΚΗ: Η αυξημένη κατανάλωση τροφής μετά από αγωνισμό υποδοχέα κανναβινοειδούς τύπου 1 που προκαλείται από την Δ(9)-τετραϋδροκανναβινόλη είναι καλά τεκμηριωμένη. Εντούτοις, πιθανές επιδράσεις στην διατροφή που προκαλούνται από φυτοκανναβινοειδή που δεν είναι Δ(9)-τετραϋδροκανναβινόλη, δεν έχουν ακόμη διερευνηθεί πλήρως. Επομένως, αξιολογήσαμε τις επιδράσεις των μεμονωμένων φυτοκανναβινοειδών, της κανναβιγερόλης, της κανναβιδιόλης και κανναβινόλης, στην συμπεριφορά διατροφής.

ΜΕΘΟΔΟΙ: Ενήλικοι αρσενικοί αρουραίοι υποβλήθηκαν σε αγωγή (p.o.) με κανναβιγερόλη, κανναβιδιόλη, κανναβινόλη ή κανναβινόλη συν, τον ανταγωνιστή CB(1)R, SR141716Α. Πριν από τη θεραπεία, οι αρουραίοι κορέστηκαν και η λήψη τροφής καταγράφηκε μετά τη χορήγηση του φαρμάκου. Τα δεδομένα αναλύθηκαν για την ωριαία μικροδομή πρόσληψης και γεύματος.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Η κανναβινόλη προκάλεσε αύξηση της ορεκτικής συμπεριφοράς με τη μεσολάβηση της στον CB(1)R μέσω σημαντικών μειώσεων της λανθάνουσας δόσης και της αύξησης των συμπεριφορών κατανάλωσης μέσω αύξησης του μεγέθους και της διάρκειας του γεύματος. Η κανναβινόλη επίσης αύξησε σημαντικά την πρόσληψη κατά τη διάρκεια της 1 ώρας και στην συνολική τροφή που καταναλώθηκε κατά τη διάρκεια της δοκιμής. Αντίθετα, η κανναβιδιόλη μείωσε σημαντικά τη συνολική κατανάλωση τροφής κατά την περίοδο δοκιμής. Η χορήγηση κανναβιγερόλης δεν προκάλεσε αλλαγές στη συμπεριφορά διατροφής.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Αυτή είναι η πρώτη φορά που η κανναβινόλη έχει αποδειχθεί ότι αυξάνει τη διατροφή. Ως εκ τούτου, η κανναβινόλη θα μπορούσε να αποτελέσει, στο μέλλον, εναλλακτική λύση για τα σήμερα χρησιμοποιούμενα φάρμακα που βασίζονται στην ψυχοτρόπο Δ(9)-τετραϋδροκανναβινόλη, καθώς η κανναβινόλη θεωρείται ότι είναι μη ψυχοτρόπος. Επιπλέον, η κανναβιδιόλη μείωσε την πρόσληψη τροφής σύμφωνα με κάποιες υπάρχουσες εκθέσεις, υποστηρίζοντας την ανάγκη για περαιτέρω μηχανιστική και συμπεριφοριστική μελέτη που να εξετάζει πιθανές επιπτώσεις της κανναβιδιόλης κατά της παχυσαρκίας”.

(6). Ethan B Russo “Taming THC: potential cannabis synergy and phytocannabinoid-terpenoid entourage effects” (Δαμάζοντας την THC: πιθανή συνέργεια στην κάνναβη και η συνδυαστική επίδραση φυτοκανναβινοειδούς-τερπενοειδούς) Br J Pharmacol. 2011 Aug;163(7):1344–1364.

https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC3165946/

Περίληψη

“Η τετραϋδροκανναβινόλη (THC) αποτελεί το κύριο αντικείμενο της έρευνας σχετικά με την κάνναβη από το 1964, όταν ο Raphael Mechoulam την απομόνωσε και κατέγραψε την σύνθεσή της. Πιο πρόσφατα, έχουν αποδειχθεί επιστημονικά οι συνεργατικές συνεισφορές της κανναβιδιόλης στη φαρμακολογία και στην αναλγησία της κάνναβης. Άλλα φυτοκανναβινοειδή, όπως η τετραϋδροκανναβιβαρίνη, η κανναβιγερόλη και ηκανναβιχρωμένη, επιδεικνύουν επιπρόσθετα αποτελέσματα θεραπευτικού ενδιαφέροντος. Η καινοτόμος συμβατική αναπαραγωγή φυτών έχει δώσει χημειοτύπους κάνναβης που εκφράζουν υψηλούς τίτλους κάθε συστατικού για μελλοντική μελέτη. Αυτή η ανασκόπηση θα διερευνήσει ένα άλλο κλιμάκιο φυτοθεραπευτικών παραγόντων, τα τερπενοειδή της κάνναβης: το λιμονένιο, το μυρσένιο, το α-πινένιο, την λιναλοόλη, το β-καρυοφυλλένιο, το οφείδιο του καρυοφυλλένιου, την νεροδιόλη και την φυτόλη. Τα τερπενοειδή μοιράζονται έναν πρόδρομο με τα φυτοκανναβινοειδή και είναι όλα τους τα συστατικά γεύσης και αρώματος που είναι κοινά στις ανθρώπινες δίαιτες και έχουν χαρακτηριστεί γενικά και αναγνωριστεί ως ασφαλή από την Αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) και άλλους ρυθμιστικούς οργανισμούς. Τα τερπενοειδή είναι αρκετά ισχυρά και επηρεάζουν τη συμπεριφορά των ζώων και ακόμη και την ανθρώπινη όταν εισπνέονται από τον αέρα του περιβάλλοντος σε επίπεδα ορού στους μονοψήφιους ng · mL-1. Εμφανίζουν μοναδικά θεραπευτικά αποτελέσματα που μπορούν να συμβάλουν ουσιαστικά στις επιδράσεις των κλινικών εκχυλισμάτων που βασίζονται στην κάνναβη. Ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί στις αλληλεπιδράσεις των φυτοκανναβινοειδών με τα τερπενοειδή που θα μπορούσαν να παράγουν συνέργεια σε σχέση με τη θεραπεία του πόνου, της φλεγμονής, της κατάθλιψης, του άγχους, του εθισμού, της επιληψίας, του καρκίνου, των μυκητιακών και βακτηριδιακών λοιμώξεων (συμπεριλαμβανομένου του Staphylococcus aureus ανθεκτικού στη μεθικιλλίνη). Οι επιστημονικές αποδείξεις παρουσιάζονται για τα μη κανναβινοειδή φυτικά συστατικά ως υποθετικά αντίδοτα ως προς τα μεθυστικά αποτελέσματα της THC που θα μπορούσαν να αυξήσουν το θεραπευτικό της δείκτη. Θα προταθούν μέθοδοι για τη διερεύνηση των επιδράσεων του περιβάλλοντος σε μελλοντικά πειράματα. Η συνεργία φυτοκανναβινοειδών με τερπενοειδή, εάν αποδειχθεί, αυξάνει την πιθανότητα ότι ένας εκτεταμένος αγωγός νέων θεραπευτικών προϊόντων είναι εφικτός από αυτό το σεβάσμιο φυτό”.

(7). Clarke RC “Marijuana Botany: An Advanced Study: The Propagation and Breeding of Distinctive Cannabis” (Βοτανολογία της κάνναβης: Μια μελέτη με θέμα: Η διάδοση και αναπαραγωγή συγκεκριμένης κάνναβης)1981.

(8). Abir T. El-Alfy, Kelly Ivey, Keisha Robinson, Safwat Ahmed, Mohamed Radwan, Desmond Slade, Ikhlas Khan, Mahmoud ElSohly, Samir Rossb “Antidepressant-like effect of Δ9-tetrahydrocannabinol and other cannabinoids isolated from Cannabis sativa L” () Pharmacol Biochem Behav. 2010 Jun;95(4):434–442.

https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC2866040/

Περίληψη

“Η αντικαταθλιπτική δράση της κάνναβης καθώς και η αλληλεπίδραση μεταξύ των αντικαταθλιπτικών και του ενδοκανναβινοειδούς συστήματος έχει αναφερθεί. Η μελέτη αυτή διεξήχθη για να εκτιμηθεί η δράση αντικαταθλιπτικού τύπου της Δ9-THC και άλλων κανναβινοειδών. Τα κανναβινοειδή αξιολογήθηκαν αρχικά στην δοκιμασία mouse tetrad assay για τον προσδιορισμό δόσεων που δεν προκαλούν υποθερμία ή καταληψία. Οι δοκιμές automated mouse forced swim (FST) και tail suspension (TST) χρησιμοποιήθηκαν για τον προσδιορισμό της αντικαταθλιπτικής δράσης. Σε δόσεις που δεν έχουν υποθερμικές και καταληπτικές επιδράσεις (1,25, 2,5 και 5mg/kg, i.p.), τόσο η Δ9-THC όσο και η Δ8-THC εμφάνισαν μια απόκριση δόσης σχήματος U με μόνο την Δ9-THC να εμφανίζει σημαντικά αποτελέσματα παρόμοια με τα αντικαταθλιπτικά στα 2,5mg/kg (p<0,05) στην FST. Τα κανναβινοειδή κανναβιγερόλη (CBG) και κανναβινόλη (CBN) δεν παρήγαγαν δράση παρόμοια με τα αντικαταθλιπτικά έως τα 80mg/kg στην FST ποντικού, ενώ τα κανναβιχρωμένη (CBC) και η κανναβιδιόλη (CBD) παρουσίασαν σημαντική δράση στα 20 και 200mg / αντιστοίχως (p <0,01). Η δράση της Δ9-THC και της CBC ως προς το αντικαταθλιπτικό αποτέλεσμα επιβεβαιώθηκε περαιτέρω στην TST. ΗΔ9-THC παρουσίασε την ίδια δοσολογική απόκριση σχήματος U με σημαντική δράση αντικαταθλιπτικού στα 2,5mg/kg (p <0,05) ενώ η CBC είχε ως αποτέλεσμα μια σημαντική δοσοεξαρτώμενη μείωση στην ακινησία στις δόσεις 40 και 80mg/kg (p<0,01 ). Τα αποτελέσματα αυτής της μελέτης δείχνουν ότι η Δ9-THC και άλλα κανναβινοειδή ασκούν ενέργειες παρόμοιεςμε αντικαταθλιπτικά και έτσι μπορούν να συμβάλουν στις συνολικές ιδιότητες ανύψωσης της διάθεσης της κάνναβης”.

(9). Shinjyo N, Di Marzo V “The effect of cannabichromene on adult neural stem/progenitor cells” (Η επίδραση της κανναβιχρωμένης σε ενήλικα νευρικά βλαστοκύτταρα / προγονικά κύτταρα) Neurochem Int. 2013 Nov;63(5):432-7.

https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/23941747

Περίληψη

“Πέραν της ψυχοτρόπου ένωσης Δ(9)-τετραϋδροκανναβινόλη (THC), στοιχεία δείχνουν ότι άλλα μη ψυχοτρόπα φυτοκανναβινοειδή είναι επίσης πιθανής κλινικής χρήσης. Αυτή η μελέτη στοχεύει στην αποσαφήνιση της επίδρασης των σημαντικότερων μη THC φυτοκανναβινοειδών στην τύχη των προγονικών κυττάρων των ενήλικων νευρικών βλαστών (neural stem progenitor cells, NSPCs), τα οποία αποτελούν βασικό συστατικό της εγκεφαλικής λειτουργίας τόσο στην υγεία όσο και στην παθολογία. Ελέγξαμε τρεις χημικές ενώσεις: την κανναβιδιόλη, την κανναβιγερόλη και την κανναβιχρωμένη (CBC) και διαπιστώσαμε ότι η CBC έχει θετική επίδραση στη βιωσιμότητα των NSPCs ποντικού κατά τη διάρκεια της διαφοροποίησης in vitro. Η έκφραση των NSPCsκαι των δεικτών αστροκυττάρων nestin και Glial fibrillary acid protein (GFAP), αντιστοίχως, ήταν ρυθμισμένη προς τα άνω και προς τα κάτω, αντίστοιχα. Η CBC διεγείρει τη φωσφορυλίωση ERK1/2. Ωστόσο, αυτό το αποτέλεσμα είχε μια πιο αργή έναρξη σε σύγκριση με την τυπική διέγερση MAPK. Ένας αναστολέας ΜΕΚ, το U0126, ανταγωνίστηκε την προς τα πάνω ρύθμιση του nestin αλλά όχι την προς τα κάτω ρύθμιση του GFAP. Με βάση μια προηγούμενη αναφορά, μελετήσαμε την πιθανή εμπλοκή του υποδοχέα αδενοσίνης Α1 με την επίδραση της CBC σε αυτά τα κύτταρα και βρήκαμε ότι ο εκλεκτικός ανταγωνιστής υποδοχέα αδενοσίνης Α1, το DPCPX, εξουδετερώθηκε τόσο με τη φωσφορυλίωση ERK1/2 όσο και με την αυξημένη ρύθμιση της κεστίνης με CBC, υποδεικνύοντας ότι επίσης και η αδενοσίνη εμπλέκεται σε αυτές τις επιδράσεις της CBC, αλλά πιθανόν όχι στην ανασταλτική δράση της CBC στην έκφραση GFAP. Στη συνέχεια, μετρήσαμε τα επίπεδα ΑΤΡ ως δείκτη ισορροπίας της αδενοσίνης και βρήκαμε υψηλότερα επίπεδα ΑΤΡ κατά τη διάρκεια της διαφοροποίησης των NSPCs παρουσία της CBC. Συνολικά, τα αποτελέσματά μας υποδεικνύουν ότι η CBC αυξάνει τη βιωσιμότητα των NSPCsενώ αναστέλλει τη διαφοροποίησή τους σε αστρογγλία, πιθανώς μέσω της αυξημένης ρύθμισης της σήμανσης ΑΤΡ και αδενοσίνης”.

(10). Holley JH, Hadley KW, Turner CE “Constituents of Cannabis sativa L. XI: Cannabidiol and cannabichromene in samples of known geographical origin” (Συστατικά του φυτού Cannabis sativa L. XI: Η κανναβιδιόλη και η κανναβιχρωμένη σε δείγματα γνωστής γεωγραφικής προέλευσης) J Pharm Sci. 1975 May;64(5):892-4.

https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/1151671

(11). Etienne P M de Meijer, Manuela Bagatta, Andrea Carboni, Paola Crucitti, V M Cristiana Moliterni, Paolo Ranalli, Giuseppe Mandolino “The inheritance of chemical phenotype in Cannabis sativa L” (Η κληρονομικότητα του χημικού φαινοτύπου στο φυτό Cannabis sativa L) Genetics. 2003 Jan; 163(1): 335–346.

https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC1462421/

Περίληψη

“Διεξήχθησαν τέσσερις διασταυρώσεις μεταξύ φυτών Canabis sativa με καθαρούς χημικούς τύπους κανναβιδιόλης (CBD) και δέλτα-9-τετραϋδροκανναβινόλης (THC). Όλα τα φυτά που ανήκουν στο F(1) αναλύθηκαν με αέρια χρωματογραφία για τη σύνθεση κανναβινοειδών και διαπιστώθηκε συνεχώς ότι είχαν ένα μικτό χημειότυπο CBD-THC. Δέκα ξεχωριστά φυτά F(1) αυτο-γονιμοποιήθηκαν και συλλέχθηκαν και αναλύθηκαν 10 νεαροί F(2) απόγονοι. Σε όλες τις περιπτώσεις παρατηρήθηκε ένας διαχωρισμός των τριών χημειοτύπων (καθαρός CBD, μεικτός CBD-THC και καθαρός THC) με αναλογία 1:2:1. Η αναλογία CBD/THC βρέθηκε ότι είναι σημαντικά ειδικά προγονική και μεταδίδεται από κάθε F(1) στο F(2) που προέρχεται από αυτό. Ένα μοντέλο που περιλαμβάνει έναν τόπο, Β, με δύο αλληλόμορφα, Β(D) και Β(Τ), προτείνεται, με τα δύο αλληλόμορφα να είναι κωδικοποιητικά. Οι μικτοί χημειοτύποι ερμηνεύονται ως εξαιτίας του γονότυπου Β(D)/Β(Τ) στον τόπο Β, ενώ τα φυτά καθαρού χημειοτύπου οφείλονται σε ομόζυγοτητα στον τόπο Β (είτε B(D)/B(D) είτε Β(Τ)/Β(Τ)). Προτείνεται ότι αυτή η κυριαρχία οφείλεται στην κωδικοποίηση από τα δύο αλληλόμορφα για διαφορετικές ισομορφές της ίδιας συνθάσης, που έχουν διαφορετική εξειδίκευση για τη μετατροπή της κοινής πρόδρομης κανναβιγερόλης σε CBD ή THC, αντίστοιχα. Οι ομάδες διαχωρισμού F(2) χρησιμοποιήθηκαν σε μια μαζική διαχωριστική ανάλυση των συγκεντρωμένων DNA για τη διαλογή των εκκινητών RAPD. Αναφέρονται τρεις σχετιζόμενοι με χημειοτυπικό δείκτες, ένας από τους οποίους έχει μετασχηματιστεί σε ένα δείκτη ενισχυμένης περιοχής χαρακτηριζόμενη από αλληλουχία (SCAR) και δείχνει στενή σύνδεση με τον χημειοτύπο και την κυριαρχία”.

(12). T D M Hill, M-G Cascio, B Romano, M Duncan, R G Pertwee, C M Williams, B J Whalley, A J Hill “Cannabidivarin-rich cannabis extracts are anticonvulsant in mouse and rat via a CB1 receptor-independent mechanism” (Τα εκχυλίσματα κάνναβης πλούσια σε κανναβιδιβαρίνη είναι αντισπασμωδικά σε ποντικούς και αρουραίους μέσω μηχανισμού ανεξάρτητου από τον υποδοχέα CB1) Br J Pharmacol. 2013 Oct;170(3):679–692.

https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC3792005/

Περίληψη

“ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΚΑΙ ΣΚΟΠΟΣ: Η επιληψία είναι η πιο διαδεδομένη νευρολογική ασθένεια και χαρακτηρίζεται από υποτροπιάζουσες κρίσεις. Εδώ, ερευνούμε (i) τα αντισπασμωδικά προφίλ των βοτανικών φαρμάκων που προέρχονται από κάνναβη (botanical drug substances, BDSs) πλούσια σε κανναβιδιβαρίνη (CBDV) και περιέχουν κανναβιδιόλη(CBD) σε οξεία in vivo μοντέλα επιληπτικών κρίσεων και ii) την δέσμευση των CBDV BDSs και των συστατικών τους σε κανναβινοειδείς υποδοχείς CB1.

ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ: Τα αντισπασμωδικά προφίλ των δύο CBDS BDSs (50-422mg·kg-1) αξιολογήθηκαν σε τρία ζωικά μοντέλα οξείας κρίσης. Τα απομονωμένα CBDV και CBD αξιολογήθηκαν επίσης σε ισοβιολογική μελέτη για την αξιολόγηση πιθανών φαρμακολογικών αλληλεπιδράσεων. Οι επιδράσεις του CBDV BDS στη λειτουργία της κίνησης διερευνήθηκαν επίσης χρησιμοποιώντας δοκιμασίες στατικής δέσμης και αντοχής πιασίματος. Η δέσμευση των CBDV BDSs στους κανναβινοειδείς υποδοχείς CB1 αξιολογήθηκε χρησιμοποιώντας δοκιμασίες δέσμευσης μετατόπισης.

ΒΑΣΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Τα CBDV BDSs άσκησαν σημαντικά αντισπασμωδικά αποτελέσματα στα μοντέλα πεντυλενοτετραζόλης (≥100mg·kg-1) και στα ακουστικά μοντέλα επιληπτικών κρίσεων (≥87mg·kg-1) και καταστέλλουν σπασμούς που προκαλούνται από πιλοκαρπίνη (≥100mg·kg-1). Η ισοβιολογική μελέτη αποκάλυψε ότι τα αντισπασμωδικά αποτελέσματα των απομονωμένων CBDV και CBD ήταν γραμμικά πρόσθετα όταν συγχορηγήθηκαν. Μερικές επιδράσεις στην κίνηση των CBDV BDSsπαρατηρήθηκαν σε απόδοση στατικής δέσμης. καμία επίδραση στη δύναμη λαβής δεν βρέθηκε. Η περιεκτικότητα της Δ9-τετραϋδροκανναβινόλης και της Δ9-τετραϋδροκανναβιβαρίνης στα CBDV BDSsπαρείχε μεγαλύτερη συγγένεια με τους υποδοχείς κανναβινοειδών CB1 από ότι η απομονωμένη CBDV.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ: Τα CBDV BDSsάσκησαν σημαντικά αντισπασμωδικά αποτελέσματα σε τρία μοντέλα κρίσης που δεν μεσολαβήθηκαν από τον υποδοχέα κανναβινοειδών CB1 και είχαν συγκρίσιμη αποτελεσματικότητα με την απομονωμένη CBDV. Αυτά τα ευρήματα υποστηρίζουν έντονα την περαιτέρω κλινική ανάπτυξη των CBDV BDSs για τη θεραπεία της επιληψίας”.

(13). Hillig KW, Mahlberg PG “A chemotaxonomic analysis of cannabinoid variation in Cannabis (Cannabaceae)” (Μια χημειοταξονομική ανάλυση της διακύμανσης κανναβινοειδών στην κάνναβη (Cannabaceae)) Am J Bot. 2004 Jun;91(6):966-75.

https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/21653452

Περίληψη

“Τα κανναβινοειδή είναι σημαντικοί χημειοταξονικοί δείκτες μοναδικοί για την κάνναβη. Προηγούμενες μελέτες δείχνουν ότι η αναλογία ξηρού βάρους της Δ(9)-τετραϋδροκανναβινόλης (THC) προς την κανναβιδιόλη (CBD) μπορεί να αποδοθεί σε έναν από τους τρεις χημειοτύπους και ότι τα αλληλόμορφα Β(D) και Β(Τ) κωδικοποιούν αλλοένζυμα που καταλύουν μετατροπή της κανναβιγερόλης σε CBD και THC, αντίστοιχα. Στην παρούσα μελέτη, οι συχνότητες των Β(D) και Β(Τ) σε πληθυσμούς δειγμάτων των 157 απογόνων κάνναβης προσδιορίστηκαν από τα μοντέλα ζώνης CBD και THC που απεικονίστηκαν με ηλεκτροφόρηση πηκτής αμύλου. Η αέρια χρωματογραφία χρησιμοποιήθηκε για την ποσοτικοποίηση των επιπέδων κανναβινοειδών σε 96 από τους ίδιους απογόνους. Τα δεδομένα ερμηνεύτηκαν σε σχέση με προηγούμενες αναλύσεις γενετικής και μορφολογικής μεταβολής στην ίδια συλλογή γενετικού πλάσματος. Έχουν αναγνωριστεί δύο βιοτύποι (αριστοειδείς ταξινομημένες τάξεις) του φυτού C. sativa και τέσσερις βιότυποι του C. indica. Τα μέσα επίπεδα THC και η συχνότητα του Β(Τ) ήταν σημαντικά υψηλότερα σταC. indica από τα C. sativa. Η αναλογία των φυτών με χημειότυπο μεγάλης περιεκτικότητας σε THC/CBD στουςπερισσότερους απογόνους που αποδίδονται στα C. sativa ήταν <25% και στους περισσότερους απογόνους που αποδόθηκαν στα C. indica ήταν >25%. Τα φυτά με σχετικά υψηλά επίπεδα τετραϋδροκανναβιβαρίνης (THCV) ή/και κανναβιδιβαρίνης(CBDV) ήταν κοινά μόνο στα C. indica. Η μελέτη αυτή υποστηρίζει μια έννοια για δύο είδη κάνναβης”.

Προσθέστε με στη λίστα email με νέα, εκπτώσεις, άρθρα, προϊόντα και εκδηλώσεις του συλλόγου

Δεν στέλνουμε spam!

Με την εγγραφή σας συμφωνείτε με την πολιτική απορρήτου μας.

Αφήστε μια απάντηση