Το Ενδοκρινικό Σύστημα
(Αναδημοσίευση από: “Ενδοκρινικό σύστημα”, Από την Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια https://el.wikipedia.org/wiki/Ενδοκρινικό_σύστημα )

Το ενδοκρινές σύστημα είναι το σύστημα οργάνων ενός οργανισμού που είναι υπεύθυνο για τον έλεγχο μίας πληθώρας λειτουργιών του οργανισμού, όπως είναι ο έλεγχος της αναπαραγωγής, του μεταβολισμού, της σύστασης των εξωκυτταρικών υγρών, κλπ. Γενικά το ενδοκρινές σύστημα παίζει κυρίαρχο ρόλο στην διατήρηση της ομοιόστασης του οργανισμού, δηλαδή στην διατήρηση της σταθερότητας του εσωτερικού περιβάλλοντος του οργανισμού. Ο έλεγχος των διαφόρων λειτουργιών πραγματοποιείται με έκκριση κατάλληλων ορμονών από ειδικά όργανα που λέγονται ενδοκρινείς αδένες. Οι κύριοι ενδοκρινείς αδένες του σώματος είναι η υπόφυση, ο θυρεοειδής, οι παραθυρεοειδείς, το πάγκρεας, τα επινεφρίδια και οι γονάδες, δηλ. οι όρχεις (στο γεννητικό σύστημα των αντρών) και οι ωοθήκες ή ωαγωγοί (στο γεννητικό σύστημα των γυναικών).

Για την έκκριση των ορμονών το ενδοκρινές σύστημα συνεργάζεται με το νευρικό σύστημα. Με την εμφάνιση κατάλληλου ερεθίσματος, το νευρικό σύστημα δίνει εντολή στο ενδοκρινές να εκκρίνει την κατάλληλη ορμόνη. Η απελευθέρωση των ορμονών μπορεί να είναι συνεχής, περιοδική ή κατά κύματα. Περίπτωση περιοδικής έκκρισης ορμονών είναι οι ορμόνες του αναπαραγωγικού συστήματος.

Ο έλεγχος του ενδοκρινούς συστήματος πραγματοποιείται με τον μηχανισμό της αρνητικής ανάδρασης. Με αυτό τον μηχανισμό η αύξηση της συγκέντρωσης της εκκρινόμενης ορμόνης αναστέλλει την περαιτέρω έκκριση της. Ο μηχανισμός αυτός διακρίνεται σε σύστημα άμεσης ρύθμισης και σε σύστημα έμμεσης ρύθμισης.

Οι αδένες
* Η υπόφυση είναι ένας αδένας ο οποίος είναι μέρος του εγκεφάλου. Η υπόφυση είναι μέρος του υποθαλάμου, με τον οποίο συνδέεται μέσω του μίσχου. Παράγει ορμόνες με διάφορες δράσεις. Η υπόφυση νευρολογικά αποτελείται από δύο διακριτά μέρη, το οπίσθιο (νευροϋπόφυση) και το πρόσθιο λοβό (αδενοϋπόφυση). Ο οπίσθιος λοβός έχει νευρολογική προέλευση. Τα δύο μέρη συνδέονται με το υποφυσιακό αγγειακό σύστημα που προέρχεται από την άνω υποφυσιακή αρτηρία.
Η έκκριση ορμονών από την υπόφυση ελέγχεται από ουσίες που εκκρίνει ο υποθάλαμος. Αυτές οι ουσίες φτάνουν μέσω του υποφυσιακού αγγειακού συστήματος. Από την υπόφυση εκκρίνεται μια ποικιλία ορμονών όπως η φλοιοτρόπος ορμόνη, η ωχρινοτροπίνη ορμόνη, η ωοθηλακιοτρόπος ορμόνη, τη θυρεοειδοτρόπος ορμόνη, η αυξητική ορμόνη και η προλακτίνη. Αυτές οι ορμόνες απελευθερώνονται στη κυκλοφορία του αίματος. Επίσης, ο υποθάλαμος επικοινωνεί με την υπόφυση με την υποθαλαμοϋποφυσιακή οδό. Από αυτή την οδό μεταφέρονται μέσω νευραξόνων οι ορμόνες αγγειοπιεσίνη και ωκυτοκίνη.

* Ο θυρεοειδής αδένας είναι ο μεγαλύτερος ενδοκρινής αδένας του ανθρώπινου σώματος. Εντοπίζεται στην πρόσθια περιοχή του τραχήλου, μπροστά και εκατέρωθεν της τραχείας, έχει μάζα περίπου 20 γραμμάρια και αποτελείται από 2 λοβούς (δεξιό και αριστερό), οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους με τον ισθμό, ενώ ενίοτε υπάρχει και ένας ακόμα λοβός που ξεκινάει από τον ισθμό προς τα άνω και λέγεται πυραμοειδής.

* Ο θύμος αδένας είναι εξειδικευμένο όργανο του ανοσοποιητικού συστήματος. Στο θύμο ωριμάζουν τα Τ-λεμφοκύτταρα (Τ-κύτταρα), τα οποία είναι σημαντικά για το ανοσοποιητικό σύστημα. Ονομάζονται δε Τ-λεμφοκύτταρα, λόγω του ότι ωριμάζουν στον θύμο αδένα (“thymus” στα αγγλικά). Συγκεκριμένα ο θύμος αδένας παρέχει ένα επαγωγικό περιβάλλον για την ανάπτυξη των Τ-λεμφοκυττάρων από τα προγονικά αιμοποιητικά κύτταρα. Κάθε Τ-λεμφοκύτταρο επιτίθεται σε μία ξένη ουσία την οποία περιορίζει μέσω του υποδοχέα του. Τα Τ-κύτταρα έχουν υποδοχείς, οι οποίοι ενεργοποιούνται με τυχαία ανακατάταξη τμημάτων του γονιδίου. Κάθε Τ-κύτταρο επιτίθεται σε ένα διαφορετικό αντιγόνο. Τα Τ-κύτταρα τα οποία επιτίθενται στις πρωτεΐνες του σώματος αποβάλλονται στον θύμο αδένα μέσω του προγραμματισμένου κυτταρικού θανάτου (απόπτωση).

* Τα επινεφρίδια, (δεξί και αριστερό στο άνθρωπο), είναι ένα ενδοκρινικό όργανο που αποτελείται από ένα “μυελό”, στο κεντρικό του τμήμα, που εκκρίνει αδρεναλίνη (συνώνυμη της επινεφρίνης) και νοραδρεναλίνη, (συνώνυμη της νορεπινεφρίνης), και ένα “φλοιό”, στο εξωτερικό του τμήμα ή ζώνη, που εκκρίνει ορμόνες τις λεγόμενες ορμόνες φλοιού επινεφριδίων. Τα δύο αυτά τμήματα φέρονται στα μεν θηλαστικά να συνδέονται στενά ενώ σε άλλα σπονδυλωτά φέρονται χωριστά, όπως πχ. στα ψάρια. Η δραστηριότητα του “μυελού” του επινεφριδίου ελέγχεται από το συμπαθητικό νευρικό σύστημα ενώ εκείνη του “φλοιού” από τη κορτικοτρόπο ορμόνη (ACTH) ή φλοιοεπινεφριδιοτρόπο ορμόνη που εκκρίνεται από την υπόφυση. Στα θηλαστικά υφίστανται δύο επινεφρίδια, πλην όμως υπάρχουν και σπονδυλωτά που έχουν περισσότερα από δύο.
Στον άνθρωπο τα επινεφρίδια είναι δύο ενδοκρινείς αδένες που βρίσκονται στο οπισθοπεριτοναϊκό χώρο, στον άνω πόλο του σύστοιχου νεφρού και κάτω από το διάφραγμα. Όπως κάθε ενδοκρινής αδένας, εκκρίνουν ορμόνες στην κυκλοφορία του αίματος.
Κάθε αδένας φυσιολογικά ζυγίζει περίπου 7-8 γραμμάρια, έχει πολλά αγγεία να καταλήγουν σε αυτόν και αποτελείται από φλοιώδη μοίρα, εξωτερικά, και μυελώδη μοίρα, εσωτερικά. Και οι δύο περιοχές έχουν πλούσια αιμάτωση από ένα, ακτινωτά προσανατολισμένο πλέγμα αγγείων. Το αίμα παροχετεύεται από το φλοιό στο μυελό, κάτι που εξασφαλίζει στο μυελό μεγάλη ποσότητα κορτιζόλης, η οποία διεγείρει το ένζυμο που μετατρέπει αρχικά τη νοραδρεναλίνη ή νορεπινεφρίνη σε αδρεναλίνη ή επινεφρίνη.
* Το πάγκρεας είναι ένας αδένας του πεπτικού συστήματος των σπονδυλωτών. Είναι μικτός αδένας με ενδοκρινή και εξωκρινή μοίρα ο οποίος παράγει πλήθος σημαντικών ορμονών με κυριότερες την ινσουλίνη, το γλυκαγόνο και την αυξητική ορμόνη. Ο ρόλος του στο πεπτικό σύστημα είναι η έκκριση του παγκρεατικού υγρού το οποίο περιέχει ένζυμα που συμμετέχουν στην απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών από το λεπτό έντερο. Αυτά τα ένζυμα βοηθούν στην περαιτέρω διάσπαση των υδατανθράκων, των πρωτεϊνών και των λιπιδίων.
Το πάγκρεας βρίσκεται στο πίσω μέρος της κοιλιάς και συγκεκριμένα στην “αγκαλιά” του δωδεκαδακτύλου, στο σημείο όπου τελειώνει το στομάχι και αρχίζει το λεπτό έντερο. Έχει μήκος περίπου 15 εκ. και σχήμα αποπλατυσμένου αχλαδιού. Διακρίνονται 4 τμήματα: το διογκωμένο τμήμα του ονομάζεται κεφαλή, ο ενδιάμεσος αυχένας, το μεσαίο τμήμα ονομάζεται σώμα και το στενότερο ουρά. Εντός του οργάνου βρίσκονται δύο “σωλήνες”, ο κύριος παγκρεατικός πόρος και ο εφεδρικός ή δευτερεύων ή πόρος του Santorini.
Στο πάγκρεας καταλήγουν κλάδοι νεύρων προσαγωγούς αισθητικούς κλάδους του νευρικού συστήματος οι οποίοι είναι ευαίσθητοι στον πόνο. Αυτό εξηγεί τον έντονο πόνο που συνοδεύει παθήσεις του οργάνου, όπως η χρόνια παγκρεατίτιδα και ο καρκίνος του παγκρέατος.

* Γονάδες (όρχεις – ωοθήκες)
Λέγοντας γονάδες εννοούμε τους όρχεις στον άνδρα και τις ωοθήκες στη γυναίκα.
Τα όργανα αυτά του αναπαραγωγικού συστήματος του ανθρώπου είναι φυσικά ενδοκρινείς αδένες και βρίσκονται υπό την επίδραση της ωοθυλακιοτρόπου και ωχρινοποιητικής ορμόνης που παράγονται από την υπόφυση.
Οι ωοθήκες αποτελούν τους γεννητικούς αδένες της γυναίκας. Είναι δυο, συμπαγείς στη σύσταση και έχουν το σχήμα και το μέγεθος αμυγδάλου. Το βάρος τους ανέρχεται σε 7-12 γρ. και βρίσκονται στην οπίσθια επιφάνεια των πλατεών συνδέσμων, κάτω από τις σάλπιγγες.
Οι ωοθήκες αποτελούνται από έξω προς τα μέσα από το βλαστικό επιθήλιο, τη φλοιώδη ουσία, τη μυελώδη ουσία και τις πύλες.
Η φλοιώδης ουσία έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον, γιατί μέσα σ’ αυτή και ανάμεσα από συνδετικό ιστό, που λέγεται στρώμα, υπάρχουν, σε διάφορα στάδια της ανάπτυξης τους, τα ωοθυλάκια, που στη γενετησιακή ηλικία της γυναίκας φτάνουν τις 300.000.
Η λειτουργική δραστηριότητα της ωοθήκης, ελέγχεται πρωταρχικά από γοναδοτροπίνες της υπόφυσης, την ωοθυλακιοτρόπο ορμόνη (FSH) και την ωχρινοτρόπο ορμόνη (LH). Oι δύο λειτουργίες των ωοθηκών είναι η παραγωγή ωαρίων και ορμονών. Οι ορμόνες που παράγονται είναι οιστρογόνα, προγεστερόνη, ανδρογόνα και ινχιμπίνη. Τα οιστρογόνα εκκρίνονται από το αναπτυσσόμενο ωοθυλάκιο και από το ωχρό σωμάτιο, εάν το ωάριο γονιμοποιηθεί. Τα οιστρογόνα διεγείρουν την ανάπτυξη των δευτερογενών χαρακτηριστικών, την αύξηση των μαζικών αδένων και την ανάπτυξη του ενδομητρίου για την πιθανή εμφύτευση ενός γονιμοποιημένου ωαρίου. Η προγεστερόνη εκκρίνεται από το ωχρό σωμάτιο, συμβάλει στην ανάπτυξη του ενδομητρίου και των μαζικών αδένων. Η ινχιμπίνη εκκρίνεται από κύτταρα του ωοθυλακίου και από το ωχρό σωμάτιο, η δράση της είναι ότι μειώνει την έκκριση της FSH.
Η κλασικότερη πάθηση των ωοθηκών που αφορά τον ενδοκρινολόγο είναι οι πολυκυστικές ωοθήκες (PCOs). Άλλες παθήσεις είναι η υπερέκκριση ή υποέκκριση των ωοθηκικών ορμονών, καθώς και τα σύνδρομα που τις προκαλούν.
Οι όρχεις αποτελούν τους γεννητικούς αδένες του άνδρα. Είναι δύο σε αριθμό και ζυγίζουν 20-30 γραμμάρια ο καθένας, ενώ αντίστοιχα ο κάθε όρχις έχει όγκο 15-25 κ.ε.
Οι όρχεις βρίσκονται υπό την επίδραση της θυλακιοτρόπου και της ωχρινοποιητικής ορμόνης. Αποτελούνται από τα κύτταρα του Leydig που παράγουν τις ανδρικές ορμόνες κυρίως τη τεστοστερόνη, τα κύτταρα του Sertoli και τα κύτταρα της σπερματογένεσης.

Ορμόνες του ενδοκρινούς συστήματος
Ορμόνες της υπόφυσης
Η υπόφυση είναι ένας ενδοκρινής αδένας που βρίσκεται στον εγκέφαλο και εκκρίνει εννέα διαφορετικές ορμόνες. Η υπόφυση χωρίζεται σε νευροϋπόφυση και αδενοϋπόφυση. Συνήθως υπάρχει και μία ενδιάμεση περιοχή που λέγεται διάμεσος λοβός ή διάμεση μοίρα. Από την αδενοϋπόφυση εκκρίνονται οι ορμόνες: θυρεοτρόπος ορμόνη που ελέγχει τον θυρεοειδή αδένα, καρτικοτρόπος ορμόνη που ελέγχει τα επινεφρίδια, αυξητική ορμόνη που ελέγχει τα οστά, γαναδοτροπίνες που ελέγχουν τους όρχεις και τις ωοθήκες και προλακτίνη που ελέγχει τους γυναικείους μαστικούς αδένες. Από την νευροϋπόφυση εκκρίνονται οι ορμόνες ωκυτοκίνη, που ελέγχει την μήτρα και αντιδιουριτική, που ελέγχει τα νεφρά.

Ορμόνες του θυρεοειδούς αδένα
Ο θυρεοειδής αδένας είναι ενδοκρινής αδένας που στα θηλαστικά βρίσκεται στον λαιμό. Εκκρίνει τις ορμόνες θυροξίνη και τριωδοθυρονίνη. Αυτές οι ορμόνες επηρεάζουν πολλές λειτουργίες του σώματος και είναι απαραίτητες για την καλή λειτουργία άλλων ορμονών. Μία από τις κυριότερες επιδράσεις φυσιολογικές επιδράσεις των θυρεοειδών ορμονών είναι η αύξηση του μεταβολισμού και της θερμογένεσης.

Ορμόνες του παραθυρεοειδούς αδένα
Ο παραθυρεοειδής αδένας βρίσκεται στην οπίσθια πλευρά του θυρεοειδή. Εκκρίνει τις ορμόνες παραθορμόνη, που ελέγχει την συγκέντρωση ασβεστίου στο πλάσμα και όταν δρα αυξάνει τις συγκεντρώσεις του και καλσιτονίνη που είναι ανταγωνιστική της παραθορμόνης και μειώνει την συγκέντρωση του ασβεστίου στο πλάσμα.

Ορμόνες των επινεφριδίων
Τα επινεφρίδια είναι ενδοκρινείς αδένες που βρίσκονται πάνω από τα νεφρά. Τα επινεφρίδια παράγουν γλυκοκορτικοστεροειδείς ορμόνες και τις κατεχολαμίνες αδρεναλίνη και νοραδρεναλίνη. Κυριότερη γλυκοκορτικοστεροειδής ορμόνη είναι η κορτιζόλη που ενισχύει την διαδικασία της γλυκονεογένεσης. Η αδρεναλίνη παίζει ρόλο στην γρήγορη κινητοποίηση των αποθεμάτων ενέργειας του οργανισμού.

Ορμόνες του παγκρέατος
Το πάγκρεας είναι ενδοκρινής αδένας που παράγει τις ορμόνες ινσουλίνη και την ανταγωνιστική της ορμόνη γλουκαγόνο. Η ινσουλίνη εκκρίνεται όταν υπάρχει αυξημένη συγκέντρωση γλυκόζης στον οργανισμό και βοηθάει στον μεταβολισμό της. Αντίθετα, το γλουκαγόνο εκκρίνεται όταν η συγκέντρωση της γλυκόζης είναι χαμηλή και ο ρόλος του είναι να διεγείρει την αποικοδόμηση του γλυκογόνου στο ήπαρ.

Ο ρόλος του ενδοκανναβινοειδούς συστήματος για την αποκατάσταση της ισορροπίας στο ενδοκρινικό σύστημα
(Αναδημοσίευση με μετάφραση από: Medium, “The Role of the Endocannabinoid System in Restoring Balance to the Endocrine System” https://medium.com/…/the-role-of-the-endocannabinoid-system… , Linda Strause, PhD, Nov 8, 2017)

Τα τελευταία χρόνια, η κάνναβη και το ενδοκανναβινοειδές σύστημα εμφανίστηκαν ως θέμα ενδιαφέροντος τόσο για τους ασθενείς όσο και για την επιστημονική κοινότητα. Η εμπλοκή των ενδοκανναβινοειδών σε αρκετές ασθένειες και καταστάσεις όπου η ύποπτη αιτία είναι μια υποκείμενη φυσιολογική δυσλειτουργία έχει προσελκύσει έντονο έλεγχο. Το ενδογενές σύστημα κανναβινοειδών (ενδοκανναβινοειδές σύστημα, ΕΚΣ), το οποίο κατονομάζεται έτσι από την ονομασία του φυτού της κάνναβης και των σε αυτό παραγόμενα (εξω-)κανναβινοειδή που οδήγησαν στην ανακάλυψη του συστήματος, είναι ένα από τα σημαντικότερα φυσιολογικά συστήματα που εμπλέκονται στη δημιουργία και τη διατήρηση της ανθρώπινης υγείας. Τα ενδοκανναβινοειδή και οι υποδοχείς τους, CB1 και CB2, βρίσκονται σε όλο το σώμα: στον εγκέφαλο, στα όργανα, στους συνδετικούς ιστούς, στους αδένες και στα ανοσοκύτταρα. Σε κάθε ιστό, το ΕΚΣ εκτελεί διαφορετικά καθήκοντα με στόχο τη διατήρηση της ομοιόστασης, τη διατήρηση ενός σταθερού εσωτερικού περιβάλλοντος παρά τις διακυμάνσεις στο εξωτερικό περιβάλλον και όχι μόνο.
[1] “Endocannabinoid system” (Ενδοκανναβινοειδές σύστημα) https://en.wikipedia.org/wiki/Endocannabinoid_system

Το ενδοκρινικό σύστημα
Το ενδοκρινικό σύστημα είναι το σύνολο των αδένων στο σώμα που εκκρίνουν ορμόνες στην κυκλοφορία του αίματος που μεταφέρονται έτσι προς τα απομακρυσμένα όργανα-στόχους. Τα κεντρικά νευροενδοκρινικά συστήματα είναι η διεπαφή μεταξύ του εγκεφάλου και του υπόλοιπου ενδοκρινικού συστήματος. Το τμήμα του εγκεφάλου που ισορροπεί την απελευθέρωση των ορμονών στο σώμα ονομάζεται υποθάλαμος και κάθεται στην κορυφή της υπόφυσης όπου ρυθμίζει το άγχος, το μεταβολισμό, την ανάπτυξη, την αναπαραγωγή και τη γαλουχία. Όλες αυτές οι διεργασίες ρυθμίζονται από τον υποθάλαμο που απελευθερώνει ή αναστέλλει την απελευθέρωση ορμονών από την υπόφυση. Η απελευθέρωση των ορμονών της υπόφυσης επηρεάζει τις καθοδικές φυσιολογικές λειτουργίες. Άλλα υποθαλαμικά νευροενδοκρινικά κύτταρα ελέγχουν την ισορροπία νερού / αλατιού, τη γαλουχία και τον τοκετό, μέσω της απελευθέρωσης της αγγειοπιεστίνης και της ωκυτοκίνης. Μαζί, αυτές οι νευροενδοκρινικές λειτουργίες του υποθαλάμου επιτρέπουν στο κεντρικό νευρικό σύστημα να ανταποκρίνεται γρήγορα στις εσωτερικές ή εξωτερικές περιβαλλοντικές μεταβολές και να διατηρεί μια απόκριση μέσω των ενδοκρινών ορμονικών μορφοτροπέων. Το ενδοκανναβινοειδές σύστημα ρυθμίζει τη ρύθμιση του νευροενδοκρινικού συστήματος, το οποίο ρυθμίζει τη λειτουργία των οργάνων και την ανταπόκριση στο στρες και βοηθά στη διατήρηση μιας υγιούς ισορροπίας στο νευροενδοκρινικό σύστημα και στο σχετικό φυσιολογικό σύστημα σώματος.

Στόχευση του ενδοκανναβινοειδούς συστήματος για ενδοκρινική ρύθμιση
Τα κανναβινοειδή στην κάνναβη είναι γνωστό από καιρό ότι είναι σε θέση να επηρεάσουν την έκκριση των ορμονών της υπόφυσης. Μέσω του ΕΚΣ ρυθμίζουμε την ορμονική μας ισορροπία, τόσο προς τα πάνω όσο και προς κάτω, μέσω μιας άμεσης επίδρασης στα ίδια τα όργανα. Η διέγερση του άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης-επινεφριδίων (hypothalamic-pituitary-adrenal, ΗΡΑ) είναι μια κρίσιμη νευροενδοκρινική απόκριση στο στρες και εξαρτάται από τη σηματοδότηση με τη μεσολάβηση του υποδοχέα CB1. Η ενεργοποίηση των υποδοχέων CB1 στον υποθάλαμο έχει ως αποτέλεσμα ένα καταρράκτη σηματοδότησης που τελικά αναστέλλει τη συνολική νευροενδοκρινική λειτουργία. Το άγχος είναι γνωστό ότι επηρεάζει την ενδοκρινική λειτουργία και ένα κακώς ρυθμισμένο ενδοκρινικό σύστημα μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα υγείας. Η ενδοκρινική απάντηση, ως μέρος του άξονα ΗΡΑ, έχει κεντρική σημασία για τη ρύθμιση του.

Μέχρι πριν από μερικά χρόνια, οι διεγερτικές επιδράσεις των κανναβινοειδών στον άξονα ΗΡΑ θεωρήθηκαν ως μια εξαίρεση. Η κοινώς αποδεκτή άποψη για το ΕΚΣ ήταν ότι έπαιζε γενικό ανασταλτικό ρόλο στις νευροενδοκρινικές λειτουργίες. Γνωρίζουμε τώρα ότι τα κανναβινοειδή μπορούν να έχουν τόσο διεγερτικές όσο και ανασταλτικές επιδράσεις στον άξονα ΗΡΑ, που είναι ο τρόπος με τον οποίο είναι σε θέση να διαμορφώσουν τη ρύθμισή του. Αυτές οι διφασικές επιδράσεις των κανναβινοειδών, δηλ. τόσο οι διεγερτικές όσο και οι ανασταλτικές επιδράσεων, αποκαλύπτονται όλο και περισσότερο καθώς εξετάζουμε τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ του ΕΚΣ και του ενδοκρινικού συστήματος.

Η κανναβιδιόλη (CBD)
Αυτό μας φέρνει σε ένα από τα κανναβινοειδή, την κανναβιδιόλη ή CBD. Που εδώ και πολύ καιρό παίζει έναν δεύτερο ρόλο σε σχέση με τον πρωταγωνιστή, την πιο δραστική τετραϋδροκανναβινόλη (THC). Η CBD δεν αλληλεπιδρά έντονα ούτε με τους υποδοχείς CB1 ούτε με τους CB2. Αντ’ αυτού, είναι σε θέση να αυξήσει τον ενδοκανναβινοειδή τόνο (έτσι ονομάζεται το σύνολο του ΕΚΣ σε έναν οργανισμό) αναστέλλοντας την υδρολάση αμιδίου λιπαρού οξέος (FAAH), το ένζυμο που διασπά τα κανναβινοειδή στο σώμα. Οι αναστολείς FAAH μπορεί να είναι χρήσιμοι για άτομα με διαταραχές που σχετίζονται με το άγχος, επειδή φαίνεται ότι βελτιώνουν τη ρύθμιση του άξονα ΗΡΑ. Είναι άγνωστο ακριβώς πώς συμβαίνει αυτό αλλά φαίνεται ότι συμβάλλει στη ρύθμιση της ευαισθησίας των υποδοχέων κανναβινοειδών στο σώμα.

Εκτός από τις διεγερτικές επιδράσεις του στον HPA, το ΕΚΣ διαδραματίζει επίσης έναν κρίσιμο ανασταλτικό ρόλο στη ρύθμιση των λειτουργιών HPA. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η ενδοκανναβινοειδής σηματοδότηση ρυθμίζει αρνητικά την επαγόμενη από το άγχος ενεργοποίηση του άξονα ΗΡΑ, επιβεβαιώνοντας την άποψη ότι η αύξηση της δραστηριότητας της ενδοκανναβινοειδούς σηματοδότησης μπορεί να αποτελέσει μια νέα προσέγγιση για τη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων με διαταραχές που σχετίζονται με το άγχος.

Επί του παρόντος, ο καλύτερος τρόπος για την ενίσχυση της ενδοκανναβινοειδούς σηματοδότησης, για τη βελτίωση της ρύθμισης του HPA και για την προώθηση ενός υγιούς ενδοκρινικού συστήματος είναι η χρήση ενός διαιτητικού συμπληρώματος κανναβινοειδών από την κάνναβη. Αυτά τα προϊόντα περιέχουν φυσικά απαντώμενα κανναβινοειδή, συμπεριλαμβανομένης της CBD, τα οποία έχουν αποδειχθεί ότι αυξάνουν φυσικά τον ενδοκανναβινοειδή τόνο που βοηθά στη βελτίωση της ρύθμισης της ομοιόστασης σε όλο τον άξονα ΗΡΑ. Αυτό θα βελτιώσει τόσο τις φυσιολογικές όσο και τις ψυχολογικές αντιδράσεις στο άγχος, γεγονός που καθιστά πιο πιθανό να αντισταθούμε στον καταρράκτη που οδηγεί σε δυσλειτουργία του HPA και σε προβλήματα υγείας που συνδέονται με το ενδοκρινικό σύστημα[2].
[2] Pagotto U, Marsicano G, Cota D, Lutz B, Pasquali R “The emerging role of the endocannabinoid system in endocrine regulation and energy balance” (Ο αναδυόμενος ρόλος του ενδοκανναβινοειδούς συστήματος στην ενδοκρινική ρύθμιση και στην ενεργειακή ισορροπία) Endocr Rev. 2006 Feb;27(1):73-100.
https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/16306385
Πέριληψη
“Τα τελευταία χρόνια, το ενδοκανναβινοειδές σύστημα έχει αναδειχθεί ως ένα εξαιρετικά σημαντικό θέμα στην επιστημονική κοινότητα. Πολλές διαφορετικές ρυθμιστικές δράσεις έχουν αποδοθεί στα ενδοκανναβινοειδή και η συμμετοχή τους σε διάφορες παθοφυσιολογικές καταστάσεις βρίσκεται υπό έντονη εξέταση. Οι υποδοχείς κανναβινοειδών, που ονομάζονται υποδοχείς CB1 και CB2, που ανακαλύφθηκαν αρχικά ως μοριακοί στόχοι του ψυχοτρόπου συστατικού του φυτού Cannabis sativa, συμμετέχουν στη φυσιολογική διαμόρφωση πολλών κεντρικών και περιφερειακών λειτουργιών. Ο υποδοχέας CB2 εκφράζεται κυρίως σε ανοσοκύτταρα, ενώ ο CB1 υποδοχέας είναι ο πιο άφθονος υποδοχέας συζευγμένος με πρωτεΐνη G που εκφράζεται στον εγκέφαλο. Ο υποδοχέας CB1 εκφράζεται στον υποθάλαμο και την υπόφυση και η ενεργοποίησή του είναι γνωστό ότι ρυθμίζει όλους τους υποθαλάμου-περιφερικούς ενδοκρινείς άξονες. Μια αυξανόμενη ποσότητα δεδομένων υπογραμμίζει το ρόλο του συστήματος στην απόκριση του στρες επηρεάζοντας τον άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης-επινεφριδίων και στον έλεγχο της αναπαραγωγής τροποποιώντας την απελευθέρωση της γοναδοτροπίνης, τη γονιμότητα και τη σεξουαλική συμπεριφορά. Η ικανότητα του ενδοκανναβινοειδούς συστήματος να ελέγχει την όρεξη, την πρόσληψη τροφής και την ενεργειακή ισορροπία έχει πρόσφατα λάβει μεγάλη προσοχή, ιδιαίτερα υπό το πρίσμα των διαφορετικών τρόπων δράσης που αποτελούν τη βάση αυτών των λειτουργιών. Το ενδοκανναβινοειδές σύστημα ρυθμίζει τις ιδιότητες ανταμοιβής της τροφής ενεργώντας σε συγκεκριμένες μεσολιμβικές περιοχές του εγκεφάλου. Στον υποθάλαμο, ο υποδοχέας CB1 και τα ενδοκανναβινοειδή είναι ενσωματωμένα συστατικά των δικτύων που ελέγχουν την όρεξη και την πρόσληψη τροφής. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι το ενδοκανναβινοειδές σύστημα αποδείχθηκε πρόσφατα ότι ελέγχει τις μεταβολικές λειτουργίες ενεργώντας σε περιφερικούς ιστούς, όπως τα λιποκύτταρα, τα ηπατοκύτταρα, τον γαστρεντερικό σωλήνα και ενδεχομένως τον σκελετικό μυ. Η σημασία του συστήματος ενισχύεται περαιτέρω από την αντίληψη ότι τα φάρμακα που παρεμβαίνουν στη δραστηριότητα του ενδοκανναβινοειδούς συστήματος θεωρούνται υποσχόμενοι υποψήφιοι για τη θεραπεία διαφόρων ασθενειών, συμπεριλαμβανομένης της παχυσαρκίας.

VI. Περίληψη και προοπτικές
Ορισμένες μελέτες δείχνουν ότι το ενδοκανναβινοειδές σύστημα επηρεάζει βαθιά τόσο την έκκριση ορμονών όσο και τις μεταβολικές διεργασίες. Τα ζωικά μοντέλα αποτελούν το ιδανικό εργαλείο για την προώθηση της κατανόησης των μηχανισμών αυτών των λειτουργιών. Ωστόσο, τα δεδομένα που προέκυψαν από τις πρώιμες μελέτες δεν ήταν πάντα απλά στα συμπεράσματα. Τα αντιφατικά αποτελέσματα οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην ετερογενή ποικιλία ουσιών, στις δοσολογίες και στις οδούς χορήγησης που χρησιμοποιούνται σε κάθε πειραματικό μοντέλο. Μελέτες σε ανθρώπους με κάνναβη ή Δ9-THC ήταν ακόμη πιο αντιφατικές στα συμπεράσματά τους, επειδή δεν χρησιμοποιήθηκε τυποποίηση της δόσης και δεν προσδιορίστηκαν αυστηρά κριτήρια (δηλαδή τυχαιοποίηση) της πρόσληψης ασθενών σε σχεδόν όλα τα πειραματικά μοντέλα.
Ωστόσο, η δημιουργία ποντικών CB1-/- και η εισαγωγή ανταγωνιστών υποδοχέων CB1 αρχικά σε ζωικά μοντέλα και αργότερα σε ανθρώπους παρείχε ένα αξιόλογο ερέθισμα για τον καλύτερο χαρακτηρισμό των λειτουργιών του ενδοκανναβινοειδούς συστήματος στη ρύθμιση της έκκρισης ορμονών και των μεταβολικών διεργασιών.
Ως γενικό συμπέρασμα, το ενδοκανναβινοειδές σύστημα φαίνεται να διαδραματίζει έναν πολύ σημαντικό ρυθμιστικό ρόλο στην έκκριση ορμονών που σχετίζονται με τις αναπαραγωγικές λειτουργίες και για την αντίδραση στρες. Αυτές οι παρατηρήσεις έχουν οδηγήσει σε κάποιες σημαντικές κλινικές εκτιμήσεις. Τα υψηλά επίπεδα ενδοκανναβινοειδών φαίνεται να επηρεάζουν αρνητικά την αναπαραγωγή ενεργώντας σε διαφορετικές θέσεις. Είναι επομένως πιθανή η εικασία για μια κλινική χρήση ανταγωνιστών υποδοχέα CB1 για την βελτίωση της παλλόμενης γοναδοτροπίνης ή για τη βελτίωση της ικανότητας γονιμοποίησης. Από την άλλη πλευρά, τα ενδοκανναβινοειδή είναι σημαντικοί ρυθμιστές της φυσιολογικής απόκρισης του άξονα ΗΡΑ κατά τη διάρκεια επαναλαμβανόμενων καταστάσεων στρες και σε παθολογικές καταστάσεις, όπως άγχος, φοβίες, κατάθλιψη και διαταραχή μετατραυματικού στρες. Επιπλέον, το ενδοκανναβινοειδές σύστημα έχει προταθεί ότι διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην προστασία έναντι της νευροτοξικότητας και, πιθανώς, ορισμένων μορφών επιληψίας. Επομένως, τα φάρμακα που υποτίθεται ότι αυξάνουν τον ενδοκανναβινοειδή τόνο, προτείνεται ως νέο θεραπευτικό όριο για τη θεραπεία διαταραχών που σχετίζονται με το άγχος και νευροεκφυλιστικές ασθένειες. Η χρήση φαρμάκων που δρουν ως ανταγωνιστές του υποδοχέα CB1 θα πρέπει επομένως να παρακολουθείται προσεκτικά όταν χορηγείται, για παράδειγμα, σε ασθενείς με χαρακτηριστικά άγχους, επιληψίας ή νευροεκφυλιστικών διαταραχών.
Οι ανεκδοτικές αναφορές σχετικά με τις ορεξηγενείς ιδιότητες της κάνναβης έχουν τεκμηριωθεί σήμερα από έναν εντυπωσιακό αριθμό αναφορών που καθιστούν δυνατή την οριστική συμπερίληψη των κανναβινοειδών στη μεγάλη οικογένεια των σημάτων ορεξηγένεσης. Αυτός ο μεγάλος όγκος δεδομένων παρείχε τη βάση για την καθιέρωση μιας νέας προσέγγισης για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας και των σχετικών διαταραχών μέσω, όπως ισχυρίζονται οι κλινικές δοκιμές, με rimonabant, ενός ανταγωνιστή του υποδοχέα CB1.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, έχει καταστεί εμφανές ότι πολλοί μηχανισμοί δράσης, οι οποίοι δεν περιορίζονται αποκλειστικά στο ΚΝΣ, εμπλέκονται στον έλεγχο της πρόσληψης τροφής και του ενεργειακού ισοζυγίου με τη μεσολάβηση των ενδοκανναβινοειδών. Η πλήρης κατανόηση αυτών των τρόπων δράσης μπορεί να οδηγήσει στην αναγνώριση των συγκεκριμένων τύπων παχυσαρκίας όπου η θεραπεία με ανταγωνιστές υποδοχέα CB1 λειτουργεί πιο αποτελεσματικά. Η πιθανή κλινική χρήση του rimonabant θα μας βοηθήσει επίσης να διευκρινίσουμε πώς το ενδοκανναβινοειδές σύστημα επηρεάζει τις φυσιολογικές λειτουργίες και τις παθολογικές ασθένειες που σχετίζονται με την ορμονική έκκριση και την ενεργειακή ισορροπία”.

Κάνναβη και ιατρική: Οι ενδοκρινικές επιδράσεις της κάνναβης
(Αναδημοσίευση με μετάφραση από: RELIAS MEDIA, “Marijuana and Medicine: The Endocrine Effects of Cannabis” https://www.reliasmedia.com/…/41368-marijuana-and-medicine-… , May 1999; Volume 1:41-44, By John M. McPartland, DO, MS)

Η κάνναβη χρησιμοποιείται ως ουσία αναψυχής και ως ένα φαρμακευτικό βότανο. Τα ενεργά συστατικά στην κάνναβη είναι τα κανναβινοειδή (υπάρχουν επίσης και τα τερπένια ή τερπενοειδή και τα φλαβονοειδή). Αν και το πιο γνωστό κανναβινοειδές είναι η τετραϋδροκανναβινόλη (THC), υπάρχουν και πολλά άλλα. Τα κανναβινοειδή επηρεάζουν την υγεία των γυναικών με διάφορους τρόπους. Αυτό το άρθρο θα διευκρινίσει τον ορισμό των κανναβινοειδών και θα ασχοληθεί με μερικά θέματα σχετικά με την ενδοκρινολογία και την αναπαραγωγική φυσιολογία.

Ιστορία
Αρχικά, τα κανναβινοειδή ορίστηκαν ως μια ομάδα C21 τερφενοφαινολικών ενώσεων που παράγονται μοναδικά από τα φυτά κάνναβης(1). Αργότερα οι χημικοί των εταιριών Lilly, Pfizer και Sterling δημιούργησαν συνθετικά ανάλογα κανναβιμιμητικά, μερικά από τα οποία είναι 800 φορές ισχυρότερα από την THC. Αυτά τα super-THC συνθετικά φάρμακα αποδείχθηκαν χρήσιμα ως ισχυρά ερευνητικά εργαλεία. Οι Devane et al. εξέτασαν την ψυχοδραστικότητα χρησιμοποιώντας το συνθετικό super-THC CP55940 και απέδειξαν ότι η συνθετική THC ταιριάζει σε έναν εκλεκτικό υποδοχέα νευρώνων υψηλής συγγένειας(2). Πριν από την ανακάλυψη των Devane et al., οι ερευνητές πίστευαν ότι η THC λειτουργούσε ως μη εξειδικευμένος διαλύτης κυτταρικής μεμβράνης , “χτυπώντας” στους νευρώνες με τον ίδιο τρόπο όπως και η αιθανόλη.

Όταν οι Devane et al. ανακάλυψαν τους υποδοχείς κανναβινοειδών, μετακόμισαν στο εργαστήριο του ισραηλινού επιστήμονα Raphael Mechoulam, ο οποίος ανακάλυψε την THC σχεδόν 30 χρόνια πριν. Η ανακάλυψη συγκεκριμένων υποδοχέων κανναβινοειδών ήταν συναρπαστική και αυτοί οι ερευνητές γνώριζαν ότι ήταν απίθανο οι υποδοχείς στον ανθρώπινο ιστό να υπάρχουν εκεί μόνο και μόνο για να μπορούν να γεμίσουν από μια εξωγενή ουσία. Μαζί έψαξαν για τον “ενδογενή συνδέτη” που φτιάχνει το σώμα μας για να ταιριάζει στον υποδοχέα κανναβινοειδών. Το μόριο “ενδοκανναβινοειδούς” που απομονώθηκε ήταν αρκετά εκπληκτικό, δεν έμοιαζε σε τίποτα με την THC και αποδείχθηκε ότι είναι αμίδιο του αραχιδονικού οξέος(3). Ονόμασαν αυτό το μόριο “ανανδαμίδιο”, που προέρχεται από τη σανσκριτική λέξη ananda που σημαίνει “ευδαιμονία”.

Η επόμενη μεγάλη ανακάλυψη ήταν ένας ανταγωνιστής κανναβινοειδών, το SR141716A, που συντέθηκε από τα Sanofi Labs. Το SR141716A αποκλείει τα αποτελέσματα της κάνναβης και αντιστρέφει τις επιπτώσεις της THC, βελτιώνει τη βραχυπρόθεσμη μνήμη, κάνει τους αρουραίους πιο ευαίσθητους στον πόνο και αναστέλλει τα “munchies” (τις λεγόμενες λιγούρες), προκαλώντας έτσι απώλεια βάρους. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι υποδοχείς κανναβινοειδών επηρεάζουν έμμεσα πολυάριθμους άλλους νευροδιαβιβαστές και τους υποδοχείς τους (συμπεριλαμβανομένης της σεροτονίνης, της ντοπαμίνης, της νορεπινεφρίνης, της ακετυλοχολίνης, των ενδορφινών, του GABA, του NMDA και του γλουταμινικού).

Η αναγνώριση ενός δεύτερου τύπου κανναβινοειδούς υποδοχέα (του “CB2”) οδήγησε στην ανακάλυψη επιπλέον ενδοκανναβινοειδών. Οι υποδοχείς CB2 εμφανίζονται σε λευκά αιμοσφαίρια, σπληνοκύτταρα και ιστούς που σχετίζονται με την ανοσολογική λειτουργία. Έτσι, το ενδοκανναβινοειδές σύστημα υφαίνεται μεταξύ του εγκεφάλου και του σώματος.

Ο υποδοχέας κανναβινοειδών είναι ένα διαμεμβρανικό νουκλεοτίδιο συζευγμένο με πρωτεΐνη G, παρόμοιο με υποδοχείς άλλων νευροδιαβιβαστών. Η κατανομή των υποδοχέων κανναβινοειδών συσχετίζεται με τις επιδράσεις της THC. Πυκνές συγκεντρώσεις του υποδοχέα βρίσκονται στον ιππόκαμπο (επηρεάζοντας τη βραχυπρόθεσμη μνήμη), το περιοριστικό σύστημα (έλεγχο της διάθεσης και των συναισθημάτων), και την παρεγκεφαλίδα και τα βασικά γάγγλια (εμπλέκονται στο συντονισμό της κίνησης). Οι χαμηλές συγκεντρώσεις υποδοχέων στο στέλεχος του εγκεφάλου βοηθούν στην εξήγηση της έλλειψης θανατηφόρων επιδράσεων από την υπερδοσολογία της κάνναβης.

Επιδράσεις στην αναπαραγωγική οδό
Εκτός του ΚΝΣ εμφανίζονται πυκνές συγκεντρώσεις υποδοχέων κανναβινοειδών στις ωοθήκες και το ενδομήτριο(4). Παρόλο που η ανακάλυψη των υποδοχέων στη γυναικεία αναπαραγωγική οδό είναι σχετικά πρόσφατη, η χρήση κάνναβης για τη θεραπεία προβλημάτων της αναπαραγωγικής οδού έχει μακρά ιστορία. πολλοί γιατροί (συμπεριλαμβανομένου του Sir Russell Reynolds, γιατρός της Βασίλισσας Βικτώριας) έχουν συνταγογραφήσει κάνναβη για την δυσμηνόρροια(5).

Αυτό μπορεί να ήταν μια αποτελεσματική θεραπεία. Η THC ασκεί σημαντικά αντιφλεγμονώδη αποτελέσματα εμποδίζοντας τη σύνθεση της προσταγλανδίνης Ε2 από το αραχιδονικό οξύ. Για παράδειγμα, τα κανναβινοειδή δρουν ως εκλεκτικοί αναστολείς της COX-2, παρόμοιοι με το celecoxib [ένα μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο](6). Η δραστικότητα της αντι-προσταγλανδίνης μπορεί επίσης να εξηγεί μερικές από τις αρνητικές επιδράσεις των κανναβινοειδών στην αναπαραγωγή σε αρουραίους, που κυμαίνονται από την κακή εμφύτευση του εμβρύου(7) στην μετέπειτα χορήγηση και την αύξηση στη συχνότητα των θανόντων εμβρύων.

Η κάνναβη είναι αποτελεσματικό αντιεμετικό και έχει χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία της ναυτίας και του εμέτου της εγκυμοσύνης. Δεδομένης της τοξικότητας στην αναπαραγωγή που εμφανίζεται σε μελέτες σε ζώα, ούτε η κάνναβη ούτε τα παράγωγά της, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται για την πρωινή αδιαθεσία που σχετίζεται με την εγκυμοσύνη.

Ενδοκρινικές επιδράσεις
Τα κανναβινοειδή έχουν πολύπλοκες ενέργειες στο ενδοκρινικό σύστημα, με αντιφατικές αναφορές να εμφανίζονται στη βιβλιογραφία. Σε αρουραίους, η THC και το ανανδαμίδιο διεγείρουν τον άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης-επινεφριδίων. Αυτός ο καταρράκτης ξεκινά στον υποθάλαμο που είναι πλούσιος σε υποδοχείς, όπου τα κανναβινοειδή διεγείρουν γρήγορα την έκκριση του παράγοντα απελευθέρωσης κορτικοτροπίνης (corticotropin-releasing factor, CRF), η οποία προκαλεί στην υπόφυση την παραγωγή της ATCH (αδρενοκορτικοτροπική ορμόνη), με αποτέλεσμα την απελευθέρωση της κορτικοστερόνης από το φλοιό των επινεφριδίων(9). Κύτταρα στο λιμβικό σύστημα παράγουν επίσης CRF, αλλά αυτοί οι νευρώνες αυξάνουν την παραγωγή CRF κατά τη διάρκεια της απομάκρυνσης από τα κανναβινοειδή μετά από χρόνια χρήση(10).

Άλλες ορμόνες της υπόφυσης σε αρουραίους επηρεάζονται από τα κανναβινοειδή. Δεν παρατηρούνται αλλαγές στα επίπεδα στον ορό της ορμόνης διέγερσης των ωοθυλακίων (follicle stimulating hormone, FSH), αλλά τα κανναβινοειδή καταστέλλουν την ωχρινοτρόπο ορμόνη (luteinizing hormone, LH), την αυξητική ορμόνη (growth hormone, GH) και την θυρεοτροπίνη (thyrotropin). Η απόκριση της προλακτίνης είναι διφασική, η πρόωρη διέγερση ακολουθείται από καταστολή(11,12). Με βάση μια μελέτη 56 γυναικών και 93 ανδρών που χρησιμοποίησαν κάνναβη τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα για τα δύο προηγούμενα έτη (γυναίκες κατά μέσο όρο 5,8 χρήσεις/εβδομάδα, άνδρες κατά μέσο όρο 8,2 χρήσεις/εβδομάδα), εμφανίζονται τα κανναβινοειδή να έχουν λιγότερες ενδοκρινικές επιδράσεις στους ανθρώπους(13). Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι οι άνθρωποι που καπνίζουν κάνναβη σε χρόνια βάση, σε σύγκριση με τους μάρτυρες που δεν έχουν καπνίσει, δεν παρουσιάζουν διαφορές στην κορτιζόλη, την προλακτίνη, την LH ή τη FSH(13).

Οιστρογονικές επιδράσεις και καρκίνος του μαστού
Η THC και τα άλλα κανναβινοειδή δεν εμφανίζουν άμεση οιστρογονική δραστηριότητα(4), αλλά το κάπνισμα της κάνναβης αλληλεπιδρά ασθενώς με τους υποδοχείς οιστρογόνου in vitro(14). Προφανώς, η κάνναβη περιέχει φυτοοιστρογόνα, συμπεριλαμβανομένης της οιστρογονικής φαινονοειδούς απειγινίνης (estrogenic flavonoid apigenin) και η εξατμισμένη απιγενίνη διατηρεί τη φαρμακολογική δραστικότητα της(14). Είναι το οιστρογόνο αποτέλεσμα της απιγενίνης ανησυχητικό; Πιθανώς όχι, αλλά αυτό μπορεί να συμβάλει στη γυναικομαστία που εμφανίζεται μερικές φορές σε άνδρες που είναι καλοί καπνιστές κάνναβης. Η απιγενίνη έχει υψηλή συγγένεια για τους υποδοχείς οιστρογόνων (ιδιαίτερα υποδοχείς β-οιστρογόνων), αλλά χαμηλή οιστρογονική δραστικότητα σε δοκιμασίες δέσμευσης οιστρογόνων(15). In vitro, η απιγενίνη αναστέλλει τον επαγόμενο από την οιστραδιόλη πολλαπλασιασμό των κυττάρων του καρκίνου του μαστού.

η συνέχεια του κειμένου των άρθρων στο αρχείο PDF:
Κάνναβη και Ενδοκρινικό Σύστημα.pdf
https://www.facebook.com/download/preview/2145897748840506

 

Προσθέστε με στη λίστα email με νέα, εκπτώσεις, άρθρα, προϊόντα και εκδηλώσεις του συλλόγου

Δεν στέλνουμε spam!

Με την εγγραφή σας συμφωνείτε με την πολιτική απορρήτου μας.

Αφήστε μια απάντηση